Στις 6 Αυγούστου, μια σημαντική ουκρανική δύναμη πραγματοποίησε μια επίθεση πέρα από τα σύνορα στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας. Οπως φάνηκε δε γρήγορα, επρόκειτο για μια ενέργεια πολύ μεγαλύτερης κλίμακας σε σύγκριση με τις μέχρι σήμερα επιδρομές. Ετσι, δυόμισι χρόνια μετά τη δολοφονική εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια δυσάρεστη πραγματικότητα: ότι μπορεί επίσης να γίνει στόχος εισβολής από μια γειτονική της χώρα.

Η επιχείρηση της Ουκρανίας στο Κουρσκ, μάλιστα, συνέπεσε με μια οδυνηρή επέτειο. Πριν από 25 χρόνια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αντικατέστησε τον βραχύβιο πρωθυπουργό Σεργκέι Στεπάσιν. Ο δε διορισμός του, στις 9 Αυγούστου 1999, έγινε μόλις δύο μέρες μετά την αιματηρή εισβολή που πραγματοποίησαν τσετσένοι εξτρεμιστές στο Νταγκεστάν, με στόχο να το θέσουν υπό τη σημαία ενός νέου χαλιφάτου.

Η εισβολή εκείνη – την οποία ακολούθησε ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων σε κατοικίες που προκάλεσε σοκ στη ρωσική κοινή γνώμη – έδωσε στον 46χρονο τότε Πούτιν την αναγκαία δικαιολογία για να εισβάλει στην Τσετσενία και να εδραιώσει την εξουσία του. Για ένα διάστημα, αυτή η αύρα του ισχυρού άνδρα αύξησε τη δημοτικότητά του: εμφανιζόταν αποφασισμένος και έχοντας τον έλεγχο σε όλα, σε αντίθεση με τον απαξιωμένο Μπόρις Γέλτσιν.

Σήμερα, έπειτα από 25 χρόνια, ο Πούτιν εξακολουθεί να παραμένει στην εξουσία με σιδερένια πυγμή, ενώ η Ρωσία παραδόξως ξαναζεί τα προβλήματα της περιόδου 1999-2000, αν και σε πολύ μεγαλύτερη διάσταση. Ο Πούτιν έχει ξεκινήσει έναν ακόμη πόλεμο, το τέλος του οποίου δεν είναι ορατό. Τώρα δε η επιδρομή στο δικό του έδαφος συνιστά μια πολύ πιο σοβαρή πρόκληση για το καθεστώς σε σύγκριση με εκείνη που αντιπροσώπευαν ο τσετσένος πολέμαρχος Σαμίλ Μπασάγεφ και ο σαουδάραβας τζιχαντιστής Ιμπν αλ-Χατάμπ.

Οι ρωσικές Αρχές βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με άβολες ερωτήσεις από τους απεγνωσμένους κατοίκους του Κουρσκ. Πώς μπόρεσε η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», η οποία «προχωρούσε βάσει σχεδίου» – σύμφωνα με τις αλλεπάλληλες ανακοινώσεις του Κρεμλίνου – να πάει τόσο λάθος; Η απάντηση που έδωσε ο Πούτιν υπήρξε υποτονική: η κυβέρνηση υποσχέθηκε 10.000 ρούβλια (κάτι πάνω από 100 δολάρια) ως ενίσχυση σε όσους έχουν πληγεί.

Στο μεταξύ, ο στρατός έχει στείλει ενισχύσεις προκειμένου να ανακτήσει την καταληφθείσα περιοχή και ρίχνει κατευθυνόμενες βόμβες κατά των αντιπάλων του στο Κουρσκ ή, με άλλα λόγια, στην ίδια τη Ρωσία. Η εικόνα της Ρωσίας να βομβαρδίζει τη Ρωσία μπορεί να φαντάζει παράδοξη, εκτός και αν κανείς ανακαλέσει στη μνήμη του ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε η περίοδος κυριαρχίας του Πούτιν: βομβαρδίζοντας βίαια την Τσετσενία (τότε και τώρα τμήμα της Ρωσίας) και αναγκάζοντάς τη να υποταχθεί.

Δεν είναι ακόμη σαφές τι επιδιώκουν να πετύχουν οι Ουκρανοί εισβάλλοντας στο Κουρσκ. Το σίγουρο είναι πως η παταγώδης αποτυχία της Ρωσίας εκεί έρχεται να προστεθεί στις πρόσφατες ταπεινώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ανταρσίας του Γεβγκένι Πριγκόζιν πριν από έναν χρόνο.

Τους μήνες που ακολούθησαν, ο Πούτιν έδωσε εντολή για τη σύλληψη κορυφαίων στρατιωτικών με κατηγορίες περί διαφθοράς, ενώ αντικατέστησε τον βασικό επικριτή του Πριγκόζιν, τον υπουργό Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, με έναν τεχνοκράτη. Ο άλλος αντίπαλος του Πριγκόζιν, ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου Βαλερί Γκερασίμοφ, παράμεινε στη θέση του. Θα μπορούσε, φυσικά, κανείς να υποθέσει πως θα υποχρεούνταν να αναλάβει την ευθύνη για το τεράστιο φιάσκο της μη πρόληψης της επιδρομής στο Κουρσκ. Μόνο που στο σάπιο καθεστώς του Πούτιν, η αφοσίωση στο αφεντικό τείνει να αξιολογείται περισσότερο από τις ικανότητες.