Ενθουσιασμένος και εξαιρετικά αισιόδοξος εμφανίστηκε ο Εμανουέλ Μακρόν την επόμενη μέρα από την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η διοργάνωσή τους, είπε υποδεχόμενος στο Μέγαρο των Ηλυσίων εκατοντάδες ανθρώπους οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αυτήν, «έδειξε το πραγματικό πρόσωπο της Γαλλίας», καθώς «στέφθηκαν με επιτυχία». Δεν δίστασε, μάλιστα, να πετάξει το… γάντι στους επόμενους διοργανωτές, που είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Αρχές του Λος Αντζελες, λέγοντας: «Θα δούμε ποιος θα καταφέρει να επαναλάβει Αγώνες όπως ήταν αυτοί».
Ο ίδιος φρόντισε να προσθέσει πως «το πνεύμα που επικράτησε σε αυτούς μας έδειξε ένα πολύ απλό πράγμα (…), πως όταν είμαστε όλοι μαζί είμαστε ανίκητοι». Οπως, δε, σημειώνουν ορισμένοι, είναι κάτι που μόνο τυχαία δεν έκανε, καθώς θα ήθελε πολύ να αξιοποιήσει τους Αγώνες, οι οποίοι οργανώθηκαν από έναν κεντρώο φιλελεύθερο πρόεδρο, μια σοσιαλίστρια δήμαρχο στο Παρίσι (την Αν Ινταλγκό) και έναν συντηρητικό περιφερειάρχη, ως «μοντέλο» για το τι μπορεί να επιτύχει η Γαλλία όταν διαφορετικές πλευρές συνασπίζονται.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι αρκετά διαφορετική από την εικόνα που επιχείρησε να σκιαγραφήσει ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο οποίος προφανώς επιδιώκει να πιστωθεί προσωπικά και πολιτικά την επιτυχία της διοργάνωσης. Πολύ περισσότερο καθώς η περίοδος που ακολουθεί δεν θα είναι εύκολη καθώς, εκτός των άλλων, παραμένει μια μεγάλη εκκρεμότητα από τις πρόωρες εκλογές της 30ής Ιουνίου και 7ης Ιουλίου: ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης της χώρας, όπως και του προσώπου το οποίο θα καθίσει στην «καυτή» καρέκλα του πρωθυπουργού, στην οποία για την ώρα παραμένει (ως υπηρεσιακός) ο Γκαμπριέλ Ατάλ.
Οπως είναι γνωστό, κάπου στα μέσα Ιουλίου, ο Μακρόν αποφάσισε να «παγώσει» τις διαπραγματεύσεις με τα πολιτικά κόμματα αναφορικά με την επιλογή του νέου ή της νέας πρωθυπουργού, ξεκαθαρίζοντας προς πάσα κατεύθυνση πως η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων αποτελούσε απόλυτη εθνική προτεραιότητα. Παρά δε τις όποιες αντιδράσεις που υπήρξαν, στην ουσία ουδείς από τους συνομιλητές του και τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας – ούτε καν η Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο του Ζαν-Λικ Μελανσόν – δεν επέλεξε να αμφισβητήσει αυτή του την απόφαση.
Στενά τα χρονικά περιθώρια
Μόνο που τώρα τα ψέματα τελείωσαν και οι πάντες είναι αναγκασμένοι να προσγειωθούν στην πραγματικότητα και τα αμείλικτα ερωτήματα που θέτει. Τα χρονικά περιθώρια, εξάλλου, είναι ιδιαιτέρως στενά, καθώς πολύ σύντομα πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 που θα κατατεθεί προς έγκριση στην Κομισιόν, σε μια στιγμή που οι Βρυξέλλες έχουν βάλει στο στόχαστρό τους το Παρίσι για σημαντικές υπερβάσεις των ορίων που αφορούν το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σε αυτό το φόντο, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. «Αν ο Μακρόν προσπαθήσει να διορίσει κάποιου είδους δεξιά κυβέρνηση, δεν [θα] έχει προϋπολογισμό» δήλωσε χαρακτηριστικά και απειλητικά ο Ερίκ Κοκερέλ, ο αριστερός πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών. Αφήνοντας να εννοηθεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι αντίπαλοί του έχουν τις αναγκαίες ψήφους για να «παραλύσουν» το κοινοβουλευτικό έργο.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο καθώς, εκτός των άλλων, ο Μακρόν έχει αποκλείσει εκ των προτέρων το σενάριο να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είτε σε πρόσωπο που θα προέρχεται από τον χώρο της Ακροδεξιάς είτε σε κάποιο στέλεχος της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν, που είναι η μεγαλύτερη συνιστώσα του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Ετσι, είναι κοινό μυστικό πως ο ίδιος και οι συνεργάτες του βρίσκονται σε εντατικές διαβουλεύσεις αφενός με την παραδοσιακή Δεξιά, δηλαδή τους Ρεπουμπλικανούς και αφετέρου με τα πιο μετριοπαθή τμήματα του Μετώπου, ώστε να βρεθεί ένα πρόσωπο που να τυγχάνει όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής.
Υπενθυμίζεται πως μέχρι στιγμής ο Μακρόν έχει πρακτικά απορρίψει κάθε υποψηφιότητα που προέρχεται από το Μέτωπο. Τελευταίο «θύμα» του είναι η 37χρονη δημόσια υπάλληλος Λουσί Καστέ, την οποία για την ώρα μοιάζει να αγνοεί επιδεικτικά, ενώ αρκετοί συνεργάτες του φροντίζουν να την απαξιώνουν συστηματικά, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια άπειρη και ελάχιστα γνωστή πολιτικό, η οποία είναι ακατάλληλη για τη συγκεκριμένη θέση. Την ίδια στιγμή, η επανεκλογή δε της εκλεκτής του Μακρόν στη θέση της προέδρου της Εθνοσυνέλευσης, στις 17 Ιουλίου, έστειλε το μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση πως είναι αυτός ο οποίος εξακολουθεί να κινεί τα νήματα των πολιτικών εξελίξεων, παρά τις σημαντικές απώλειες που υπέστη το κόμμα του στις εκλογές.
Γρίφος από τη σύνθεση της Βουλής
Η Εθνοσυνέλευση η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου είναι τόσο κατακερματισμένη ώστε η διασφάλιση της αναγκαίας πλειοψηφίας των 289 (τουλάχιστον) εδρών που απαιτείται για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη.
Συγκεκριμένα, από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο – τη συμμαχία της Ανυπότακτης Γαλλίας, των Σοσιαλιστών, των Πρασίνων και του ΚΚ Γαλλίας – προέρχονται ή δηλώνουν φίλα προσκείμενοι 193 βουλευτές σε σύνολο 577. Δεύτερη δύναμη είναι οι Φιλελεύθεροι του Μακρόν με 164 έδρες, ενώ στην τρίτη θέση με 143 έδρες βρίσκεται το κόμμα της Μαρίν Λεπέν και οι σύμμαχοί του. Υπάρχουν, επίσης, οι Ρεπουμπλικανοί με 67 έδρες.
Οπως εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει με βάση την πολιτική αριθμητική, η μοναδική πιθανότητα να συγκροτηθεί κυβέρνηση με τη σύμπραξη μόνο δύο εκ των παραπάνω σχηματισμών είναι να τα βρει το Μέτωπο με τον Μακρόν. Ειδάλλως, είτε θα πρέπει να υπάρξουν «διαρροές» από το Μέτωπο που θα συνεργαστούν με Φιλελεύθερους και Ρεπουμπλικανούς είτε να προκύψει πάλι κυβέρνηση μειοψηφίας, με προοπτική νέων εκλογών το καλοκαίρι του 2025.