Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Μοσέ Νταγιάν είχε υποστηρίξει το αδιανόητο ότι θα προτιμούσε να κρατήσει το Ισραήλ εδάφη χωρίς ειρήνη, από το να υπάρξει ειρηνική επίλυση χωρίς παρουσία ισραηλινών στρατιωτικών.
Αυτό, στην πραγματικότητα όμως, υποστηρίζουν και σήμερα κορυφαίοι Ισραηλινοί ειδικοί για τη Γάζα, την ώρα που η διεθνής κοινότητα ζητάει από την κυβέρνηση Μπενιαμίν Νετανιάχου να συνετιστεί και να επιδιώξει κατάπαυση του πυρός.
Υπενθυμίζεται ότι εκείνη τη θέση, την είχε εκφράσει ο Νταγιάν, το 1971, μιλώντας σε μια ομάδα συμπατριωτών του βετεράνων, τονίζοντας συγκεκριμένα ότι θα προτιμούσε να κρατήσει την αιγυπτιακή πόλη Σαρμ Ελ Σέιχ χωρίς ειρήνη από το να υπάρξει μια ειρηνευτική διευθέτηση -με την Αίγυτπτο- χωρίς ισραηλινή στρατιωτική παρουσία σε αυτό το ισχυρό σημείο του Σινά.
Σήμερα όμως οι καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Μπαρ Ιλάν, Άβι Μπελ, και δημοσιογράφος Κόουλ Άρονσον, θεωρούν ότι μόνο ο Ισραηλινός στρατός μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια στη Λωρίδα της Γάζας, μετά την ισοπέδωσή της. Δηλαδή, η διαιώνιση της κατοχής ξένων εδαφών -βάσει αποφάσεων του ΟΗΕ- θα ισοδυναμούσε με ειρήνη.
Οι δυο Ισραηλινοί τα βάζουν με τους υπέρμαχους της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης, που πιστεύουν η ισραηλινή στρατιωτική παρουσία στη Γάζα θα απομάκρυνε την ειρήνη.
«Κάνουν λάθος» λένε στην ανάλυσή τους. «Οι Παλαιστίνιοι και οι θεσμοί τους θα υποφέρουν από την απουσία του Ισραηλινού Στρατού, εάν η “τρομοκρατία” αναγκάσει τον Ισραηλινό Στρατό να επιστρέψει. Πιστεύεται ευρέως ότι η μακροπρόθεσμη ασφάλεια του Ισραήλ εξαρτάται από την παλαιστινιακή αυτονομία. Το αντίθετο ισχύει. Η συγκριτική ισχύς του Ισραήλ σημαίνει ότι οι Παλαιστίνιοι θα αποκτήσουν αυτοδιοίκηση μόνο στο βαθμό που οι Ισραηλινοί άμαχοι δεν απειλούνται από αυτήν».
Έτσι, οι δύο Ισραηλινοί όχι μόνο διαφωνούν ότι Μπενιαμίν Νετανιάχου “ματαιώνει” την παλαιστινιακή ανεξαρτησία, αλλά θεωρούν, μάλιστα, ότι «προσφέρει στους Παλαιστίνιους ένα μονοπάτι έξω από την πολιτική έρημο: την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια νέα ηγετική τάξη, με περισσότερες ευθύνες με την πάροδο του χρόνου, υπό την προστασία του μοναδικού στρατού που είναι ικανός να προστατεύσει τους μετριοπαθείς πολίτες της Γάζας από τη Χαμάς» λένε.
«Δεν τους φταίει η έλλειψη αυτονομίας»
Για να υποστηρίξουν την θεωρία τους εμφανίζουν την ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης ως success story. «Παρόλο που το Ισραήλ έχει πολεμήσει με τρομοκρατικούς πυρήνες στις βόρειες πόλεις Τζενίν, Τουλκάρμ και Ναμπλούς, τίποτα όπως η καταστροφή της Γάζας δεν «επισκέφθηκε» Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης. Η τρομοκρατία της Δυτικής Όχθης είναι απλώς λιγότερο απειλητική για τους Ισραηλινούς, επειδή πάνω από δύο δεκαετίες συνεχιζόμενων ισραηλινών επιχειρήσεων πριν από τις 7 Οκτωβρίου -άλλοτε υποβοηθούμενη και άλλοτε αντιτιθέμενη από τους αντιπάλους της Χαμάς στην Παλαιστινιακή Αρχή- εμπόδισαν τη δημιουργία τρομοκρατικών δικτύων» αναφέρουν.
«Ο Νετανιάχου εφαρμόζει ένα μάθημα που έμαθαν οι Ισραηλινοί από τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου» λένε με άρθρο τους, καθώς «μόνο ο Ισραηλινός Στρατός μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των Ισραηλινών αμάχων, αποκλείοντας την ανάγκη για καταστροφικές επιχειρήσεις όπως η τρέχουσα εκστρατεία του Ισραήλ εναντίον της Χαμάς».
Οι δύο ειδικοί δεν πιστεύουν, σε καμία περίπτωση, ότι η Παλαιστινιακή Αρχή μπορεί να είναι εταίρος του Ισραήλ ως προς την ασφάλεια. «Για αρκετά χρόνια, πριν από τον σημερινό πόλεμο, οι Ισραηλινοί είχαν δώσει στην Παλαιστινιακή Αρχή μεγαλύτερο περιθώριο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στα βόρεια της Δυτικής Όχθης. Η Παλαιστινιακή Αρχή δεν στάθηκε ικανή για την αποστολή. Τα τρομοκρατικά δίκτυα μεγάλωσαν και ο Ισραηλινός Στρατός έπρεπε να ειρηνεύσει την περιοχή από τις 7 Οκτωβρίου».
Συνεπώς, αυτό που ταλαιπωρεί τη Γάζα, υπογραμμίζουν οι Μπελ και Άρονσον, «δεν είναι η έλλειψη αυτονομίας ή ακόμη και μια κυβέρνηση χωρίς λαϊκή νομιμότητα», καθώς «η Χαμάς έλαβε την πλειοψηφία στις εκλογές του 2006», ενώ οι «περισσότεροι κάτοικοι της Γάζας εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου». Το βασικό πρόβλημα, γι’ αυτούς είναι «η κακή διακυβέρνηση από μια τρομοκρατική ομάδα που δεν καταπολεμήθηκε αρκετά από τον Ισραηλινό Στρατό».
Βέβαια, των δύο Ισραηλινών ειδικών τους διαφεύγει ή μάλλον δεν δίνουν σημασία στο γεγονός ότι η Δυτική Όχθη αποτελεί σύγχρονο παράδειγμα απαρτχάιντ, με διακρίσεις εις βάρος των Παλαιστινίων και κακοποίηση χιλιάδων αμάχων και παιδιών.
Η «μοναδική δημοκρατία» της Μέσης Ανατολής άραγε, μπορεί να πορεύεται με τέτοιες εσωτερικές συνθήκες;