Η διάρκειας δύο και πλέον ωρών συζήτηση την οποία είχε τα ξημερώματα της Τρίτης (ώρα Ελλάδας) ο Ντόναλντ Τραμπ με τον Ιλον Μασκ στην πλατφόρμα του δευτέρου, το X, υπήρξε αναμφισβήτητα το πολιτικό γεγονός της ημέρας για το Διαδίκτυο.
Οι σχεδόν 1 δισεκατομμύριο άμεσες και έμμεσες «θεάσεις» (views) που υπήρξαν, σύμφωνα τουλάχιστον με τους ισχυρισμούς του Μασκ, καθώς και ο ταυτόχρονος «συντονισμός» κάπου 1,3 εκατομμυρίων χρηστών με το συγκεκριμένο «λινκ» κατά την κορύφωση της συνέντευξης αποδεικνύουν, αναμφίβολα, το μεγάλο ενδιαφέρον που προκάλεσε. Και μάλιστα όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και εκτός των συνόρων τους, μια και είναι γνωστό ότι υπάρχει έντονη αγωνία για το αποτέλεσμα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών και το σενάριο επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Οπως ήταν φυσικό, η διάρκεια και η μορφή της συνέντευξης – ξεκίνησε με 40λεπτη καθυστέρηση εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων, τα οποία ο Μασκ απέδωσε σε κακόβουλη επίθεση – κάλυψαν όλα σχεδόν τα θέματα. Ανάμεσα στα άλλα, όπως ήταν αναμενόμενο, η συνέντευξη έδωσε στον Τραμπ τη δυνατότητα να εξαπολύσει μία ακόμα σφοδρή επίθεση σε βάρος της Κάμαλα Χάρις, την οποία κατέταξε στους «τρίτης κατηγορίας» και «ανίκανους» πολιτικούς – έστω κι αν στη συνέχεια έπλεξε το εγκώμιο της… ομορφιάς της.
Από την πλευρά του, ο Μασκ (για τον οποίο πολλοί θεωρούν ότι προαλείφεται για θέση σε μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ) επαναβεβαίωσε τη στήριξή του προς τον τέως πρόεδρο, ενώ δεν δίστασε να προσκαλέσει την αντίπαλό του σε αντίστοιχο διαδικτυακό «τετ-α-τετ». Και αυτό παρά το ότι το επιτελείο της Χάρις, σε e-mail που έστειλε σε υποστηρικτές των Δημοκρατικών κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, χαρακτήρισε τον Μασκ «λακέ» του Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, αξιολογώντας όσα είπε ο τελευταίος, αξίζει να σταθούμε στη διαπίστωσή του ότι σήμερα οι «εσωτερικοί εχθροί» είναι «πιο επικίνδυνοι» για τις ΗΠΑ σε σύγκριση με τους εξωτερικούς, όπως είναι η Ρωσία και η Κίνα. Εξάλλου, όπως ισχυρίστηκε, ο Πούτιν δεν θα είχε ποτέ εισβάλει στην Ουκρανία εάν ήταν ο ίδιος πρόεδρος και κατηγόρησε τον Τζο Μπάιντεν για τον συγκεκριμένο πόλεμο. Παράλληλα, επέμεινε πως η Χαμάς δεν θα τολμούσε να πραγματοποιήσει την επιδρομή της 7ης Οκτωβρίου στο έδαφος Ισραήλ, ενώ το Ιράν δεν θα σκεφτόταν καν να το απειλήσει. Οσο για την Κίνα, επανέλαβε ουσιαστικά πως ο ίδιος είναι ο μόνος ικανός να τη διαχειριστεί και να την αντιμετωπίσει.
Ποιος είναι όμως ο «εσωτερικός εχθρός» τον οποίο επικαλέστηκε ο Τραμπ; Αφενός, είναι οι αριστεροί και οι κομμουνιστές – δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους χαρακτηρισμούς που απέδωσε στη Χάρις είναι πως πρόκειται για μια «παράφρονα ριζοσπαστική αριστερή», κάτι που έχει κάνει και ο υποψήφιος αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, για τον ομόλογό του, Τιμ Γουόλς. Αφετέρου, είναι οι πρόσφυγες και μετανάστες που καταφέρνουν να εισέλθουν στο αμερικανικό έδαφος, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική του Μπάιντεν και της Χάρις και τους ελλιπείς ελέγχους που, όπως είπε, υπάρχουν στα σύνορα.
Οσον αφορά, τέλος, την οικονομική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει εάν επανεκλεγεί πρόεδρος, ο Τραμπ επανέλαβε την πρόθεσή του να μειώσει οριζόντια τους φόρους, ταυτόχρονα όμως άφησε να φανεί πως είναι έτοιμος για μια «κωλοτούμπα» η οποία θα ευνοήσει εξαιρετικά τον Μασκ: τη χαλάρωση της περιοριστικής πολιτικής και των δασμών στον κλάδο των ηλεκτρικά κινούμενων οχημάτων που παράγονται εκτός ΗΠΑ, καθώς εάν εφαρμοστούν τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί ο πρώτος που θα πληγεί θα είναι ο Μασκ, ως ιδιοκτήτης της Tesla.
Ολα έχουν ένα αντίτιμο…
Νέα κόντρα με την ΕΕ
Εκπληξη και αντιδράσεις φαίνεται πως προκάλεσε στις Βρυξέλλες η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο επίτροπος Τιερί Μπρετόν, εν αγνοία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να απευθύνει επιστολή προς τον Ιλον Μασκ λίγες ώρες πριν από τη συνέντευξη με τον Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία τον προειδοποιεί για τις συνέπειες της διάδοσης «βλαπτικού περιεχομένου». Ηταν κάτι που έκανε αρκετούς στις Βρυξέλλες να θεωρήσουν πως ο Μπρετόν δίνει τη δυνατότητα σε Τραμπ και Μασκ να κατηγορήσουν την ΕΕ για προσπάθεια «ανάμειξης στις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ», σε μια στιγμή μάλιστα που έχουν ανοίξει πολλά μέτωπα με την πλατφόρμα Χ και τη συνολική της παρουσία στην ευρωπαϊκή αγορά.