Στα χρόνια της εφηβείας του οι φίλοι φώναζαν «Sonny» τον Αλ Πατσίνο. Εκείνη την εποχή είχε φιλοδοξίες να γίνει παίκτης του μπέιζμπολ, αλλά του είχαν βγάλει και το παρατσούκλι «Ο ηθοποιός». Σε λίγους μήνες, συγκεκριμένα στις 8 Οκτωβρίου, ο 84 ετών Αλ Πατσίνο παρουσιάζει τα απομνημονεύματά του δίνοντας τον τίτλο «Sonny Boy» και λέγοντας: «Εγραψα το “Sonny Boy” για να εκφράσω όσα έχω δει και έχω περάσει στη ζωή μου. Ηταν μια απίστευτα προσωπική και αποκαλυπτική εμπειρία να αναλογιστώ αυτό το ταξίδι, τι μου επέτρεψε να κάνω η υποκριτική και ποιοι κόσμοι μού ανοίχτηκαν».  Σύμφωνα με τον εκδότη του, Penguin Press, ο Πατσίνο θα μιλήσει για την παιδική του ηλικία στο Μπρονξ, αλλά και τη μαθητεία του στο Λύκειο Παραστατικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Το “Sonny Boy” θα είναι μία περιήγηση στις λεπτομέρειες της καριέρας του, από τα θέατρα της νεοϋορκέζικης πρωτοπορίας και στους πιο αξιόλογους και δημοφιλείς ρόλους και συνεργασίες που έκανε στον κινηματογράφο.

Το εξώφυλλο των απομνημονευμάτων του Αλ Πατσίνο

Σε χαρτόδετη παραδοσιακή έκδοση, σε μορφή ebook αλλά και ως ηχητικό βιβλίο (audiobook), με τον ίδιο να διηγείται τα περιστατικά της ζωής του. Για το ευρύ κοινό, ο Αλ Πατσίνο προσγειώθηκε στην κινηματογραφική οθόνη σαν σουπερνόβα. Το 1971 απέκτησε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο, στην ταινία «The Panic in Needle Park» και μέχρι το 1975 είχε πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις ταινίες – «Ο Νονός» και «Νονός Νο 2», «Σέρπικο» και «Σκυλίσια Μέρα» – οι οποίες δεν ήταν απλώς επιτυχίες αλλά ορόσημα στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτές οι ερμηνείες έγιναν θρυλικές και άλλαξαν τη ζωή του για πάντα. Ο οίκος Penguin αναφέρει επίσης ότι η είσοδος του Πατσίνο στην αμερικανική κουλτούρα του κινηματογράφου προκάλεσε αντιδράσεις αντίστοιχες με αυτές που είχαν προξενήσει με τις ερμηνείες τους ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντην, ήταν ήδη 35 ετών και είχε ζήσει πολλές ζωές.

Ως στέλεχος του πρωτοποριακού θεάτρου στη Νέα Υόρκη, είχε ζήσει μια μποέμικη ζωή, κάνοντας περιστασιακές δουλειές για να στηρίξει την τέχνη του. Μεγάλωσε από μια σφόδρα στοργική αλλά ψυχικά άρρωστη μητέρα και τους γονείς της, αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε όταν ήταν μικρός, αλλά στην πραγματικότητα τον μεγάλωσαν οι δρόμοι του Νότιου Μπρονξ και η παρέα των νεαρών φίλων του που έτρεχαν μαζί του, το πνεύμα των οποίων δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.

Μέχρι που ένας δάσκαλος αναγνώρισε τις ικανότητές του για υποκριτική και τον έσπρωξε προς το μυθικό Λύκειο Παραστατικών Τεχνών της Νέας Υόρκης όπου πέρασε την οντισιόν. «Το συμπέρασμα των δασκάλων μου ήταν ότι χρειαζόμουν έναν πατέρα. Δεν ήμουν ένας ανεξέλεγκτος έφηβος, αλλά πλησίαζα να γίνω. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν δύο ετών και ο πατέρας μου από τότε δεν ήταν στη ζωή μου. Ηθελα να είμαι διαφορετικός πατέρας για τα παιδιά μου», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα σε μία συνέντευξή του στον «Observer».

Η μητέρα του διαφώνησε με την απόφασή του να γίνει ηθοποιός και εκείνος έφυγε από το σπίτι. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στην υποκριτική, ο νεαρός Πατσίνο έκανε χαμηλόμισθες δουλειές ως αγγελιαφόρος, βοηθός σερβιτόρου, επιστάτης και ταχυδρομικός υπάλληλος, ενώ κάποτε εργάστηκε και στην αλληλογραφία του θρησκευτικού – πολιτικού περιοδικού «Commentary».

Ο Αλ Πατσίνο ως δον Μάικλ Κορλεόνε στον αριστουργηματικό «Νονό ΙΙ» του Φράνσις Φορντ Κόπολα (1974)

Εκείνα τα χρόνια έπαιζε σε θεατρικές παραστάσεις στα περιθωριακά πρωτοποριακά σχήματα της Νέας Υόρκης, αλλά δεν ήταν ακόμη έτοιμος να γίνει δεκτός στο Actors Studio και έκανε έναν κύκλο μαθημάτων στο ΗΒ Studio. Εκεί γνώρισε τον Τσάρλι Λότον, ο οποίος έγινε ο μέντορας και καλύτερός του φίλος. Την περίοδο αυτή, ο Πατσίνο ήταν συχνά άνεργος ή άστεγος και μερικές φορές κοιμόταν στοn δρόμο, σε θέατρα ή στο σπίτι ενός φίλου. Υστερα από τέσσερα χρόνια στο HB Studio, κατάφερε να περάσει με επιτυχία από οντισιόν για το Actors Studio. Το παιδί από το Μπρονξ άρχισε να κυκλοφορεί στην περιοχή Hell’s Kitchen του Μανχάταν. Ο Πατσίνο σπούδασε «μεθοδική υποκριτική» με τον περίφημο Λι Στράσμπεργκ.

Σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις του μίλησε για τον Στράσμεπργκ και την επίδραση του Στούντιο στην καριέρα του σημειώνοντας: «Το Actors Studio σήμαινε τόσο πολλά για μένα στη ζωή μου. Ο Λι Στράσμπεργκ δεν έχει λάβει την αναγνώριση που του αξίζει… Δίπλα στον Τσάρλι (Λότον), κατά κάποιον τρόπο με εκτόξευσε. Πραγματικά το έκανε. Ηταν μία σημαντική στιγμή στη ζωή μου. Ηταν άμεσα υπεύθυνος στο να με κάνει να παρατήσω όλες αυτές τις δουλειές και να μείνω στην υποκριτική. Ηταν συναρπαστικός όταν μιλούσε για μια σκηνή ή μιλούσε για τους ανθρώπους. Απλά ήθελες να τον ακούσεις να μιλάει, γιατί αυτά που έλεγε δεν τα είχες ξανακούσει ποτέ πριν… Είχε τόσο μεγάλη κατανόηση… αγαπούσε τόσο πολύ τους ηθοποιούς».

Το «Sonny Boy» είναι τα απομνημονεύματα ενός ανθρώπου που δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί και τίποτα να κρύψει. Ολοι οι σπουδαίοι ρόλοι, οι ουσιαστικές συνεργασίες και οι σημαντικές σχέσεις έχουν την τιμητική τους, όπως και ο δύσκολος γάμος μεταξύ δημιουργικότητας και εμπορίου στα υψηλότερα επίπεδα. Ο συνδετικός ιστός στα απομνημονεύματά του είναι η βαθιά αγάπη του για την τέχνη του. Σε καλές και σε κακές εποχές, στη φτώχεια και στον πλούτο και πάλι στη φτώχεια, στον πόνο και στη χαρά, η υποκριτική ήταν η σανίδα σωτηρίας του. Στην κοινότητα των ηθοποιών ο Πατσίνο θα έβρισκε τη φυλή του.