Ίσως η νοσταλγία για τον «παλιό καλό καιρό» να είναι δικαιολογημένη για το κάθε άτομο ξεχωριστά: πολλοί άνθρωποι ανακαλούν με ευχάριστους συνειρμούς μια περίοδο ή έναν τόπο του παρελθόντος τους. Αλλά, όταν πρόκειται για έθνη και για τον κόσμο γενικότερα, η νοσταλγία είναι πλάνη της μνήμης και της λογικής. Σήμερα στις ΗΠΑ –ανέκαθεν στις ΗΠΑ– ο λόγος περί παλιού, καλού καιρού που χάθηκε δίνοντας τη θέση του στο σύγχρονο κομφούζιο, μαρτυρεί άγνοια της ιστορίας· ταυτοχρόνως, είναι μια συναισθηματική στρατηγική, μια παρηγοριά που υπονοεί ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα στο μέλλον εφόσον τα καταφέραμε τόσο υπέροχα στο παρελθόν.

Υπάρχουν πολλά για να νοσταλγήσει κανείς στην αμερικανική ιστορία. Πράγματι, μερικά από αυτά έχουν χαθεί και μπορούν να κινητοποιήσουν τη νοσταλγία: η παραγωγή πρωτότυπης πολιτικής σκέψης και τέχνης, το «φυσιολογικό» κλίμα, το καλύτερο περιβάλλον. Ωστόσο, όλες, σχεδόν όλες, οι υπόλοιπες πτυχές της ζωής έχουν βελτιωθεί: το βιοτικό επίπεδο, το κράτος δικαίου, ο νομικός πολιτισμός. Όσα συνέβαιναν ή όσα μπορούσαν να συμβούν στον 20ό αιώνα είναι πλέον αδιανόητα: μπορούν οι ΗΠΑ να στείλουν σε πόλεμο δια πληρεξουσίου σε μια μακρινή ζούγκλα 300.000 στρατιώτες; Δεν μπορούν. Μπορεί η Κου Κλουξ Κλαν και οι συναφείς συμμορίες λευκής υπεροχής να λυντσάρουν ατιμωρητί Μαύρους και Εβραίους; Μπορεί η αμερικανική αστυνομία να κάνει επιδρομή σε γκέι μπαρ; Ονειρεύονται σήμερα οι Αμερικανίδες να γίνουν κουνελάκια του Playboy Club; (Έτσι κι αλλιώς, το Playboy Club έχει κλείσει.) Aν και τα ιστορικά υπολείμματα είναι παρόντα –ο χρόνος δεν προχωρεί με ίση ταχύτητα για όλες τις κοινωνικές ομάδες και τα άτομα– είναι παράλογο να ισχυριστούμε ότι τα δεινά της αμερικανικής κοινωνίας έχουν ενταθεί: παρά τις αναπόδραστες παλινδρομήσεις, ο ρατσισμός έχει σαφώς υποχωρήσει –σήμερα η διελκυστίνδα εκτυλίσσεται μεταξύ φυλετικής αχρωματοψίας και έντονων φυλετικών ταυτοτήτων– όπως και η μισογυνία, η αστυνομική αυθαιρεσία και η γενική αυθαιρεσία. Οι διακρίσεις και οι καταχρήσεις εξουσίας έχουν απονομιμοποιηθεί. Όσο για τη φτώχεια που πλήττει το 20% του πληθυσμού, έχει ελαττωθεί σε απόλυτους αριθμούς. Αν και όντως το χάσμα μεταξύ υπερπλουσίων και φτωχών έχει μεγαλώσει: ο ρυθμός αύξησης του πλούτου στο ανώτατο δεκατημόριο υπήρξε ταχύτερος από εκείνον στο κατώτατο.

Η παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ ενέτεινε τη νοσταλγία για παλιότερες αμερικανικές ηγεσίες. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν έχει υπάρξει χειρότερη πολιτική προσωπικότητα στο επίπεδο της προεδρίας· όμως, σε επίπεδο τοπικών διοικήσεων, έχει υπάρξει μακρά σειρά απατεώνων και άξεστων χωρικών. Εξάλλου, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν εκπροσωπεί όλους τους Αμερικανούς: πριν από μερικές δεκαετίες, όταν η πλειοψηφία θεωρούσε αποδεκτές όλες τις θεσμικές μορφές του αυταρχισμού, θα εκπροσωπούσε πολύ περισσότερους. Μέχρι το 1980 ο αυταρχισμός στις ΗΠΑ ήταν διάχυτος και δεν εξαρτιόταν από την εκάστοτε προεδρία.

Η νοσταλγία είναι ένας αμυντικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι άνθρωποι αποφεύγουν τα γεγονότα. Παραλλήλως, είναι ένα πολιτικό εργαλείο: επικαλούμενοι ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, οι πολιτικοί μπορούν να πυροδοτήσουν κοινωνική και πολιτισμική ανησυχία, φοβίες και αβεβαιότητα που καθιστούν τη νοσταλγία ιδιαίτερα ελκυστική και αποτελεσματική ως μέσο πολιτικής πειθούς. Σήμερα, τα ΜΜΕ και οι πολιτικολογούντες σφυροκοπούν το κοινό με ιδέες παρακμής επαναλαμβάνοντας διαρκώς ότι διερχόμαστε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή. Όμως, όλες οι εποχές είναι ταραγμένες: τον Β’ Παγκόσμιο, την κατ’ εξοχήν αναταραχή, ακολούθησαν οι πολυαίμακτοι πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ, οι εσωτερικοί κλυδωνισμοί και τα κύματα ηθικού πανικού με τα κινήματα της αντικουλτούρας και τις επαναστατικές φιλοδοξίες ενός μέρους της αμερικανικής νεολαίας. Ύστερα, διαμελίστηκε η Γιουγκοσλαβία, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στη Μέση Ανατολή και μετά την αποφράδα 9η Σεπτεμβρίου 2001 ενεπλάκησαν ακόμα περισσότερο. Όλα τούτα ανάμεσα σε πλήθος πολεμικών συρράξεων, πραξικοπημάτων, βίας και νοθείας σχεδόν παντού στον κόσμο. Το ότι νιώθουμε χαρμολύπη ξαναβλέποντας τις τηλεοπτικές εκπομπές της παιδικής μας ηλικίας ή ακούγοντας τη μουσική της νιότης μας δεν σημαίνει πως ο κόσμος υπήρξε καλύτερος: το ότι ήταν καλύτερες οι εκπομπές και η μουσική δεν οδηγεί σε γενικό συμπέρασμα περί των ΗΠΑ και του κόσμου.

Η επίθεση των διακοσίων Proud Boys στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 σχολιάστηκε ως πρωτοφανής ένδειξη παρακμής της αμερικανικής κοινωνίας. Υπενθυμίζω  ότι την 1η Μαρτίου 1971, μέλη της ακροαριστερής οργάνωσης Weather Underground τοποθέτησαν βόμβα στο Καπιτώλιο στο πλαίσιο της επαναστατικής τους δραστηριότητας η οποία περιελάμβανε καταστροφές δημοσίων κτιρίων. (Μετά τον θάνατο τριών μελών τους από δική τους βόμβα το 1970, πρόσεχαν να μην προκαλέσουν θανάτους.) Η τρομοκρατία στις ΗΠΑ, δεξιά και αριστερή, έχει μακρά ιστορία –όπως παντού. Η διαφορά από άλλες χώρες είναι ότι οι ΗΠΑ επέτρεψαν στους ακροαριστερούς της δεκαετίας του 1960 και 1970 να στελεχώσουν τα πανεπιστήμια: πολλά μέλη ανατρεπτικών οργανώσεων έγιναν πανεπιστημιακοί καθηγητές –οι γκουρού της woke κουλτούρας.

Προστίθεται ένα είδος νοσταλγίας που συνδέεται με τη θέση των ΗΠΑ ως επικεφαλής του ελεύθερου κόσμου. Αν και στην αρχή της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ απήλαυσαν μια στιγμή θριαμβικής μονοπολικότητας, σήμερα υψώνονται μπροστά τους μεγάλοι πολιτικοί, οικονομικοί και εμπορικοί ανταγωνιστές. Αλλά, αν και δεν είναι δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν τα πρωτεία –των οποίων έχουν κάνει κακή χρήση– πολλοί παλιοί φόβοι έχουν διαψευστεί: ο φασισμός συνετρίβη· οι οικονομικές κρίσεις έρχονται και παρέρχονται· ο κομμουνισμός κατέρρευσε· η Ιαπωνία και η Ευρώπη αναπτύχθηκαν χωρίς να απειλούν κανέναν. Όσο για τους κινδύνους της woke κουλτούρας που τροφοδοτεί τα άκρα, δεν είναι καινούργιοι: η woke αποτελεί μέρος του αμερικανικού πολιτιστικού τοπίου από το 1930· κι αν εξελίχθηκε σε μια μορφή φασισμού είναι επειδή στο πέρασμα του χρόνου όλα τα κινήματα εκφυλίζονται.

Η εξιδανίκευση του παρελθόντος –memoria praeteritorum bonorum– χαρακτηρίζει τον ανιστόρητο και αχάριστο άνθρωπο που απολαμβάνει τον ρόλο του θύματος και απαιτεί αποζημιώσεις· εκείνον που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του και που αποδίδει τις αποτυχίες του σ’ ένα φαντασιακό φαύλο παρόν.