Ποια είναι η καλύτερη εποχή για να εμβολιαστεί κάποιος έναντι του Covid-19; Τον χειμώνα ή το καλοκαίρι, μιας και η δραστηριότητα του πανδημικού ιού δεν φαίνεται να καθορίζεται από τις εποχές; Ή μήπως για κάθε έξαρση του ιού ή προγραμματισμό ενός ταξιδιού στο εξωτερικό κρίνεται αναγκαία η λήψη μιας αναμνηστικής δόσης – έπειτα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα από την αμέσως προηγούμενη δόση ή μόλυνση – για παν ενδεχόμενο;

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Στέλιος Λουκίδης, επιχειρεί να ξετυλίξει το κουβάρι των ερωτημάτων που συνεχώς ανακύπτουν, ξεκινώντας από όσα διαδραματίστηκαν στο παρελθόν. Μας καλεί να ανατρέξουμε 4½ χρόνια πίσω, συνειδητοποιώντας «την αξία των λέξεων “προσμονή” και “ανακούφιση” όταν δόθηκε το πράσινο φως να ξεκινήσουν οι εμβολιασμοί απέναντι σε μια πανδημία που βρισκόταν στη δεύτερη και πιο κρίσιμη φάση της – ίσως και στην πιο δύσκολη φάση της – με αυξημένο αριθμό νοσηλειών, εισαγωγών στις ΜΕΘ και θανάτων».

Αναμφίβολα, όπως σημειώνει, οι εμβολιασμοί τότε πέτυχαν τον στόχο τους διότι «αναχαίτισαν τη σοβαρή νόσο σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που ήταν θα έλεγε κανένας ο κύριος πληθυσμός που ερχόταν αντιμέτωπος με τους σκληρούς δείκτες». Εκτοτε, όμως, οι επαναληπτικές δόσεις κατέγραψαν μία πτωτική ποσοστιαία τάση με αποτέλεσμα πέρυσι το φθινόπωρο ένα πολύ μικρό ποσοστό να ανταποκρίνεται στο σχετικό κάλεσμα.

Υπό το πρίσμα αυτό, φέτος εντείνεται η πρόκληση της εμβολιαστικής κάλυψης των πλέον ευπαθών ομάδων. Οπως παραδέχεται ο καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή της Κρήτης, Νίκος Τζανάκης, είναι γεγονός πως οι ερευνητές συνεχώς… κυνηγούν τον ιό. «Αναδύεται μία νέα μετάλλαξη, που συνήθως παρακάμπτει την αποστειρωτική ανοσοποίηση. Δηλαδή δεν συμβαίνει αυτό που θα περίμενε κανείς από το εμβόλιο – να μη μολυνθεί και να μη νοσήσει. Ευτυχώς όμως παραμένει ο πυρήνας της ανοσοποίησης, δηλαδή η αποφυγή των αρνητικών εκβάσεων όπως η διασωλήνωση και ο θάνατος».

Εκτός προγράμματος

Ο ίδιος εντούτοις αποσαφηνίζει ότι δεν υπάρχουν μελέτες που να δείχνουν ότι «η αποτελεσματικότητα αυτή αυξάνεται με συχνό εμβολιασμό – π.χ. ανά έξι μήνες. Ως εκ τούτου ο εμβολιασμός εκτός προγράμματος, δηλαδή επιπλέον εμβολιασμός πέραν του ετήσιου, είναι μέχρι στιγμής τουλάχιστον χωρίς επιστημονικές ενδείξεις. Και εάν εφαρμόζεται, αυτό γίνεται χωρίς εμπειρικά δεδομένα. Θα μπορούσε σε πολύ έκτακτες περιπτώσεις και σε ανθρώπους  με πολύ χαμηλό ανοσοποιητικό να δοκιμαστεί ένας συχνότερος εμβολιασμός με την ελπίδα ότι έτσι θα αποκτήσει καλύτερη ανοσία έναντι του κορωνοϊού».

Υπό το πρίσμα αυτό, η έναρξη του ετήσιου εμβολιασμού θα πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την κυκλοφορία του επικαιροποιημένου εμβολίου. Ο Στέλιος Λουκίδης όμως βάζει έναν σημαντικό αστερίσκο, δεδομένης της αμφίβολης συμμετοχής στην επόμενη εμβολιαστική καμπάνια. «Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι αν τελικά μια επικαιροποιημένη δόση που γίνεται τον Οκτώβριο μπορεί να προστατεύσει σε μια ολοετή χρονικά περίοδο. Κατά τη γνώμη μου η επικαιροποιημένη δόση πρέπει να γίνει με στόχευση ανθρώπων με συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος και συγκεκριμένες χρόνιες παθήσεις που φάνηκε από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας ότι έχουν μια ισχυρή συνιστώσα στην ανάπτυξη σοβαρής νόσου».

Οπως εξηγεί, η επικέντρωση αυτή πρέπει να έχει τεκμηριωμένη επιστημονικά προσέγγιση με σκοπό όχι να πείσει αλλά να δώσει τα συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια που ορίζουν τις ομάδες υψηλού κινδύνου. «Σχετικά με το στέλεχος που θα περιέχεται σε αυτά τα επικαιροποιημένα εμβόλια η προτροπή του FDΑ προς τους κατασκευαστές των εγκεκριμένων εμβολίων είναι για μονοσθενή εμβόλια με την παραλλαγή JN.1. Ο χρόνος θα δείξει εάν αυτή η στοχευμένη εμβολιαστική κάλυψη για τη συγκεκριμένη παραλλαγή σε συνδυασμό με την επιλογή συγκεκριμένων ομάδων θα είναι καταλυτική, ώστε κάθε έξαρση να μπορεί να ελέγχεται χωρίς να επηρεάζει τους σκληρούς δείκτες», καταλήγει ο Στέλιος Λουκίδης.