Σε όποια πολιτική συζήτηση κι αν κάνει κανείς, γίνεται μια κοινή διαπίστωση: ότι (και) στη δική μας κοινωνία είναι πλέον εμφανές το φαινόμενο της πολιτικής και δημοκρατικής απάθειας.

Ολοι το βλέπουν πια, ακόμη και στα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές ή τις δημοσκοπήσεις, παρότι ο καθένας το αξιολογεί και το ερμηνεύει αλλιώτικα, ανάλογα με τα κίνητρα, τις πεποιθήσεις και τις προκαταλήψεις του. Δεν είναι, άλλωστε, πια ένα φαινόμενο του καλοκαιριού, που ήταν κάποτε η σεζόν της φυγής και της ραστώνης και της χαριτωμένης ψευδαίσθησης πως «δεν υπάρχουν ειδήσεις».

Τώρα πια τα καλοκαίρια μας είναι η περίοδος που η κλιματική αλλαγή δείχνει τα δόντια της και καίει το σύμπαν, που στερεύουν τα νερά κι ακριβαίνουν τα τρόφιμα, ενώ πόλεις, νησιά και υποδομές δοκιμάζονται για τις αντοχές τους στη μοναδική διαχρονική «βιομηχανία» μας.

Η απάθεια και η χλιαρή αντιμετώπιση όλων των δεινών μας, όμως, είναι φαινόμενο για όλες τις σεζόν.

Τα τελευταία χρόνια τα απόνερα της οικονομικής κρίσης και των αυταπατών μας, μαζί με την όλο και πιο πυκνή επικαιρότητα, έχουν αφήσει μια βαθιά κόπωση που μοιάζει να έχει κατακάτσει μέσα μας.

Και να έχει μεταβολιστεί σε έναν αμυντικό μηχανισμό που δεν μας αφήνει ούτε να εξοργιστούμε πολύ με όσα μας συμβαίνουν.

Είναι, με όρους ψυχολογικούς, σχεδόν κατανοητό. Με όρους πολιτικής και κοινωνικής επιβίωσης, όμως, και κρίνοντας από τις ιστορικές ανθρώπινες εμπειρίες, είναι μια συνταγή καταδικασμένη να αποτύχει.

Ο πυρήνας και το «αναπόδραστο»

Ο πυρήνας όλων των θεμάτων που μας απασχολούν τα τελευταία χρόνια είναι πάντοτε ο ίδιος.

Είτε συζητάμε για θεσμικά ζητήματα όπως οι υποκλοπές είτε για τη διαχείριση φυσικών καταστροφών και δυστυχημάτων, όπως τα Τέμπη, η διάλυση της Θεσσαλίας και της Εύβοιας και οι δασικές πυρκαγιές που φτάνουν στον αστικό ιστό, όλα αυτά στο βάθος τους είναι, τελικά, θεσμικές βλάβες του συστήματος.

Είναι στην ουσία τους ζητήματα που απειλούν τα πιο βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματά μας όπως η ελευθερία μας, η ευημερία μας, η ασφάλεια και η εστία μας. Δεν είναι αφηρημένες ιδέες αυτά, ούτε δεδομένα χαρισμένα από κάποια ανώτερη μεταφυσική ούτε βασικά ένστικτα όπως η πάση θυσία επιβίωση που εκδηλώνεται ακόμη και στις πιο ακραίες καταστάσεις.

Είναι δικαιώματα που, όπως κερδήθηκαν, έτσι μπορούν δυστυχώς και να αμφισβητηθούν βιαίως και να επαναξιολογηθούν ως αναλώσιμα ή κάπως πολυτελή.

Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που μια αυταρχική εξουσία λέει ότι μπορεί να ακυρώσει πλήρως και χωρίς κανέναν έλεγχο π.χ. το δικαίωμα της ιδιωτικότητας στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας» όπως η ίδια μονάχη την ορίζει, έτσι μπορεί περίπου να ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί νόμος απαράβατος το να καίγονται κάθε χρόνο δάση, σπίτια, άνθρωποι και ζώα.

Παρομοίως, με τον ίδιο τρόπο που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί η παρακολούθηση «από ιδιώτες» υπουργών και ανώτατων αξιωματικών, όχι ως κατασκοπεία, αλλά ως αναπόδραστο αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου, έτσι πια και για τις φυσικές καταστροφές η εξουσία έχει προσαρμόσει το αφήγημά της παρουσιάζοντας τες ως γεγονότα που μας υπερβαίνουν.

Αντί, όμως, αυτό να μας οδηγεί σε ανακατανομή πόρων, σε πιο σοβαρούς σχεδιασμούς με τη βοήθεια επιστημόνων του πεδίου, σε πιο αποφασιστικές πολιτικές για τη δόμηση και για τα δάση, σε μεγαλύτερη διαφάνεια για τα μέσα που διαθέτουμε, αντιθέτως μας οδηγεί σε μεταφυσικού τύπου προσεγγίσεις περί μοιραίων φαινομένων που μπορούμε μονάχα μερικώς να διαχειριστούμε.

Γι’ αυτό και παρατηρούμε, πια, ακόμη και εκτελεστικούς παράγοντες, υπουργούς, να παρουσιάζουν ως επιτυχημένη τη διαχείριση μιας πυρκαγιάς που έφτασε τα 23 χιλιόμετρα από τον Βαρνάβα ως το Χαλάνδρι και τα Βριλήσσια, συνιστώντας μεγαλύτερη «ψυχική ανθεκτικότητα» και «εθελοντισμό» καθιστώντας, έτσι, κάθε πολίτη συνυπεύθυνο μαζί με την πολιτική ηγεσία.

Κοινωνία χαμηλών προσδοκιών

Το νήμα που δένει όλα αυτά τα επικοινωνιακά αφηγήματα, άλλωστε, είναι οι χαμηλές προσδοκίες μας.

Στην κοινωνία της πολιτικής και δημοκρατικής απάθειας και του ατομικισμού, στους πολίτες έχουν εδώ και χρόνια, με ευθύνη πολλαπλών ηγεσιών, καλλιεργηθεί οι ιδέες ότι «αυτά συμβαίνουν», ότι κάθε αστοχία ερμηνεύεται από τις λεγόμενες «διαχρονικές ευθύνες» (δηλαδή το διαχρονικό ανεύθυνο), ότι υπάρχουν υπόγειες δυνάμεις που ορίζουν τα πάντα κι ότι «η χώρα δεν αλλάζει».

Εχει συμφιλιωθεί, συνεπώς, με τις αποτυχίες και τις καταχρήσεις της εξουσίας ώστε να αδιαφορεί και να ξοδεύει την ενέργειά του βασικά σε ό,τι αφορά την επιβίωσή του.

Η μεγαλύτερη πρόκληση, μάλλον, για όποια πολιτική δύναμη θέλει να διεκδικήσει την ηγεμονία, θα είναι να καταπολεμήσει αυτή τη ριζωμένη υποψία ότι η εναλλαγή των κομμάτων και των προσώπων στην εξουσία δεν έχει κάποιο πραγματικό νόημα.

Ο κερδισμένος κάποτε θα είναι αυτός, δηλαδή, που, αντί αυτή η κρίση αντιπροσώπευσης να του προκαλεί αντιδράσεις παραίτησης και παράλυσης, θα καταφέρει κάπως να πείσει ότι στοιχειώδεις αξίες όπως η αλήθεια και δικαιώματα όπως η ελευθερία, παραμένουν σημαντικά και απαιτούμενα.