Οι βίαιες ταραχές στη Βρετανία είναι πλέον ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Οπως γεγονός είναι και τα «Κίτρινα Γιλέκα» στη Γαλλία, το κίνημα Black Lives Matter και η εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Δεκέμβρης του 2008 στην Ελλάδα και πολλά ακόμα τέτοιου είδους κοινωνικά «φαινόμενα», σήμερα και στο παρελθόν, σε διάφορες χώρες του πλανήτη. Η ερμηνεία τους όμως, όπως και η αναζήτηση των κατάλληλων τρόπων για να αντιμετωπιστούν και, ενδεχομένως, να αποτραπούν μελλοντικά, μοιάζει με τις… μύτες: σχεδόν ο καθένας και η καθεμία έχουν από μία άποψη – χωρίς πάντως μέχρι σήμερα κάποια από αυτές να έχει δικαιωθεί (πλήρως) από τις εξελίξεις.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η διερεύνηση των αιτίων πρέπει να σταματήσει ή ότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον – ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις. Οπως, για παράδειγμα, η πρόσφατη ανάλυση του Σάιμον Κούπερ στους «Financial Times», στην οποία σημειώνει: «Πρακτικά, οι ταραχές δεν αποτελούν καθαρά πολιτικά γεγονότα. Είναι πολύ πιο συναισθηματικές από αυτά. Η προσπάθεια δε να κατανοηθούν απλώς ως αποτέλεσμα των καλεσμάτων που απευθύνουν λογικοί πρωταγωνιστές οι οποίοι διεκδικούν συγκεκριμένες πολιτικές σημαίνει ότι θα χάσουμε πολλά αναφορικά με το πώς ξεκινά μια ταραχή, πώς επεκτείνεται και πώς θα έπρεπε να απαντήσουν οι Αρχές».
Ο ίδιος, αφού διαπιστώνει πως «οι ταραχές ακολουθούν μια πορεία που έχει χαραχθεί εδώ και αιώνες αλλά επικαιροποιείται κάθε τόσο», καταλήγει εξαρχής σε δύο βασικά συμπεράσματα: Αφενός, ότι παράγοντας-κλειδί ήταν και παραμένει η παραπληροφόρηση, με τον καθοριστικό ρόλο σήμερα να διαδραματίζουν οι αποκαλούμενοι «influencers» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αφετέρου, ότι ζούμε «σε μια εποχή στην οποία ο όχλος κινείται χωρίς ηγέτες», κάτι που ισχυρίζεται πως επιβεβαιώνεται σε όλες τις σημαντικές ταραχές που έχει βιώσει η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια.
Αναζήτηση ταυτότητας και ομάδας. Σύμφωνα με τον Κούπερ, υπάρχουν και αρκετά ακόμα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που χρήζουν προσοχής και ενδελεχούς μελέτης. Ενα από αυτά έχει να κάνει με την τάση όσων συμμετέχουν σε τέτοια φαινόμενα να αναζητούν «ταυτότητα». Με άλλα λόγια, μια ομάδα στην οποία ανήκουν, έχοντας κοινά χαρακτηριστικά και εμπειρίες με τα περισσότερα μέλη της, η οποία μάλιστα μορφοποιείται καλύτερα όταν υπάρχει ένας διακριτός «άλλος» – ή, απλούστερα, μια διαφορετική και συνήθως αντίπαλη ομάδα: μετανάστες ή πρόσφυγες, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί (αναλόγως τη χώρα), αριστεροί ή ακροδεξιοί, η αστυνομία και, τέλος πάντως, ένας κάποιος συγκεκριμένος «εχθρός».
Υπό αυτό το πρίσμα, εύλογα θα μπορούσε κανείς να κάνει τη σύνδεση με τον θαυμαστό κόσμο των χούλιγκαν. Οπως γράφει ο Κούπερ, «ένας οδηγός για τις ταραχές του σήμερα είναι το κλασικό έργο του 1991, με τίτλο “Ανάμεσα στους τραμπούκους”». Σε αυτό, ο συγγραφέας Μπιλ Μπάφορντ, έχοντας περάσει αρκετό καιρό με τον «πυρήνα» των οπαδών της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, συμπεραίνει πως ήταν άτοπη η εκτίμηση την οποία έκαναν οι κοινωνιολόγοι της δεκαετίας του 1980, ότι τα επεισόδια ήταν αποτέλεσμα της καταπίεσης που ένιωθαν στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ. «Δεν υπήρχε αιτία για τη βία, καμία απολύτως» υπογραμμίζει, διατυπώνοντας το επιχείρημα ότι οι χούλιγκαν δεν εξέφραζαν πολιτικά αιτήματα αλλά έκαναν ταραχές απλώς επειδή ήταν «συναρπαστικό».
Προχωρά δε ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενος ότι ο πιο άμεσος τρόπος για να εκφραστεί η δύναμη είναι μέσω της βίας – πρώτα κατά της περιουσίας και στη συνέχεια κατά των ανθρώπων. «Υπάρχει κάτι το συναρπαστικό – επαναλαμβάνει – στην πράξη της αποκαθήλωσης των κανόνων που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι».