Ο τίτλος των δημοσιευμάτων που συνόδευε μια ακόμα έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) ήταν ότι το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, δηλαδή το κατά κεφαλήν εισόδημα αφαιρώντας τον πληθωρισμό, το α’ τρίμηνο φέτος μειώθηκε κατά 1,9%. Το πρώτο παράδοξο που ευθύς αμέσως όλοι παρατήρησαν ήταν ότι αυτό συνέβη σε μια χώρα με ρυθμό ανάπτυξης από τρίμηνο σε τρίμηνο κοντά στο 1% και με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2%. Στις περισσότερες χώρες όπου το πραγματικό εισόδημα ενισχύθηκε καταγραφόταν στασιμότητα ή και ύφεση. Αρα είναι σαφές ότι κάτι δεν κάνουμε καλά ως προς τη διάχυση του πλούτου που παράγεται.
Το πιο σημαντικό ωστόσο που πρέπει να αναλυθεί είναι ποιους αφορούσε αυτή η μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Σίγουρα δεν αφορούσε όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, δηλαδή τους 600.000 συμπολίτες μας κατά τεκμήριο μισθολογικά πιο αδύναμους. Οι αποδοχές τους αυξήθηκαν φέτος κατά 6,4% και πέρυσι είχαν αυξηθεί επίσης περίπου στα ίδια επίπεδα, όταν ο πληθωρισμός δεν ξεπέρασε και τις δύο χρονιές το 3%. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δεν αφορούν, επίσης, τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι αυξήσεις που έλαβαν από την 1η Ιανουαρίου, έπειτα από πολλά χρόνια εισοδηματικής καχεξίας, 650.000 δημόσιοι υπάλληλοι, έφτασαν σε μέσα επίπεδα το 10,8%. Θα πρέπει να προστεθούν στη λίστα και οι πρώτοι ευνοημένοι από το ξεπάγωμα των τριετιών που εκτιμώνται για τους πρώτους μήνες του έτους σε περίπου 100.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, που είδαν διψήφια ποσοστά αυξήσεων στις αποδοχές τους, αλλά και περίπου έναν στους τέσσερις εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που καλύπτεται από τις κλαδικές συμβάσεις. Αθροιστικά, περίπου το 50% των τεσσάρων εκατομμυρίων του ενεργού εργατικού δυναμικού της χώρας είδε αύξηση του πραγματικού του εισοδήματος. Κατά κύριο λόγο αυτό, μάλιστα, συνέβη στους πιο αδύναμους εισοδηματικά και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραβλεφθούν άλλοι δύο εκατομμύρια εργαζόμενοι. Οι χαμένοι της υπόθεσης ακόμα και αν είναι από αυτά που παλαιότερα αποκαλούσαμε μισθολογικά «ρετιρέ». Αυτοί που κατά κανόνα έχουν και τους υψηλότερους μισθούς. Οχι απαραίτητα «παχυλούς». Το ακριβώς αντίθετο. Χαμένοι είναι οι μισθωτοί των 1.300 ευρώ, των 1.500 ευρώ, των 1.800 ευρώ. Είναι οι απροστάτευτοι από συλλογικές συμβάσεις. Η αριθμητικά μεγαλύτερη πληθυσμιακά ομάδα αυτού που αποκαλούμε μεσαία τάξη. Ολοι αυτοί τώρα δυσκολεύονται. Βλέπουν από τη μια τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας να τους πλησιάζουν μισθολογικά με ταχύτατους ρυθμούς και από την άλλη οι δικές τους οικονομικές ανάγκες λόγω πληθωρισμού αλλά και οικογενειακής εξέλιξης (παιδιά, υποχρεώσεις) να αυξάνονται.
Είναι αυτοί στους οποίους είχε αναφερθεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην τελευταία του έκθεση νομισματικής πολιτικής, όπου παρατηρούσε ότι μισθοί των πιο εξειδικευμένων εργαζομένων αυτής της κατηγορίας μειώθηκαν σε πραγματικούς όρους λόγω του πληθωρισμού, σε βαθμό που ακυρώνονταν οι όποιες συνθήκες πήγαιναν να διαμορφωθούν για προσέλκυση όσων έφυγαν στο εξωτερικό ή συγκράτηση όσων τώρα το σκέφτονται.
μισθολογική πολιτική δεν υπάρχουν πολιτικές που να τους λαμβάνουν υπόψη. Οι περισσότεροι δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Η δεξαμενή των ψηφοφόρων που εξέλεξαν και επανεξέλεξαν τη σημερινή κυβέρνηση νιώθει στην «απέξω». Ούτε συμβάσεις αναβιώνουν, ούτε συζήτηση για τη μείωση των μνημονιακών συντελεστών φορολόγησής τους βρίσκεται σε εξέλιξη. Το πρόβλημα είναι σημαντικό και θα είναι η μεγάλη συζήτηση του δύσκολου φθινοπώρου.