Στη μεγάλη πυρκαγιά της Βορειοανατολικής Αττικής, και σε κάθε πυρκαγιά, δεν κάηκε «πράσινο», όπως συνηθίσαμε να λέμε και να ακούμε κατά κόρον αυτές τις μέρες. Ενα χρώμα δεν καίγεται. Αυτά που κάηκαν ήταν 99.480 στρέμματα μεικτής δασικής και περιαστικής δασικής έκτασης. Ηταν πεύκα, ελιές, θάμνοι, φρύγανα, κηπευτικά, αμπέλια, λουλούδια… Ηταν και η, αθέατη πολλές φορές, ζωή που φιλοξενούσαν: τα φίδια, οι χελώνες, οι αλεπούδες, τα σκουλήκια, τα αλογάκια της Παναγίας, τα κοτσύφια, οι τσαλαπετεινοί, τα σαμιαμίδια… Ενα ολόκληρο ζωντανό οικοσύστημα, με δυο λόγια, μια αλυσίδα με μικρούς και μεγάλους κρίκους, που όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, είναι απαραίτητοι. Ενα μεγάλο παράλληλο κεφάλαιο αφορά και τις δεκάδες χιλιάδες αναμνήσεις που μπορεί να κρύβονται σε ένα χωμάτινο μονοπάτι, έναν βράχο, ένα αμπέλι, ένα ξέφωτο, ένα δροσερό αεράκι ανάμεσα στα πεύκα. Αλλά αυτά είναι προσωπικά και υποκειμενικά.
Είναι, όμως, απολύτως αντικειμενικό ότι το 60% αυτών των εκτάσεων είχε ξανακαεί το 2009. Και ότι το μέλλον τους (προφανώς και το δικό μας, όσων μένουμε στην Αττική) είναι πολύ αμφίβολο. Το πώς θα αναγεννηθούν οι περιοχές αυτές και δεν θα γίνουν «έρημος» είναι μια δύσκολη άσκηση. Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μα το «πράσινο» είναι απλώς μια λέξη, ίσως πει κάποιος. Μπορεί. Ομως φανερώνει με εμφατικό τρόπο την αντίληψη που έχουμε για τη βλάστηση και τη ζωή της. Το πόσο τη σεβόμαστε είναι, εξάλλου, εμφανές από τους σωρευμένους τόνους σκουπιδιών και μπάζων που της «χαρίζουμε» αφειδώς. Γιατί την αντιμετωπίζουμε σαν αποθήκη. Σαν κάτι άψυχο και διακοσμητικό. Οπως βάζουμε τα πλαστικά φυλλώματα στα κάγκελα των μπαλκονιών για να μη μας βλέπουν οι γείτονες. Οπως επιλέγουμε γλάστρες με γυαλιστερά φύλλα – σαν τα πλαστικά – και τα «παστώνουμε» με φάρμακα για να μην πλησιάζουν τα έντομα – ούτε καν οι πολύτιμες μέλισσες.
Σαν να ζούμε μέσα σε έναν ζωγραφικό πίνακα που ο καλλιτέχνης με το πινέλο του προσθέτει και λίγο πράσινο, έτσι, για ποικιλία – εξάλλου είναι και το χρώμα που ξεκουράζει το μάτι, αυτό δεν λένε;