Επί της παλαιάς οδού Τραϊανούπολης – Αδριανούπολης, στα ριζά του λόφου, όπου ανιχνεύεται το βυζαντινό Διδυμότειχο, ορθώνεται το Μπουγιούκ Τζαμί, το Μεγάλο Τέμενος ή Τέμενος Βαγιαζήτ, που ξεκίνησε να κατασκευάζεται στα τέλη του 14ου αιώνα από τον Βαγιαζήτ Α’ Γιλντιρίμ, τον Κεραυνό, και ολοκληρώθηκε, το 1420, από τον γιο του Μεχμέτ Α’. Σήμερα, το εντυπωσιακό σε μέγεθος και αρχιτεκτονική μορφή οικοδόμημα, στην κεντρική πλατεία του Διδυμοτείχου αποτελεί τοπόσημο για την πόλη και ολόκληρη τη Θράκη.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο μουσουλμανικό τέμενος των Βαλκανίων, εμβαδού περίπου 1000 τ.μ. Οι τοίχοι του είναι χτισμένοι από πώρινους λιθόπλινθους σε επιμελημένο ψευδο-ισόδομο σύστημα και πυρήνα από χυτή τοιχοποιία. Στα δυτικά, χτίστηκε ο μιναρές, με αρχικά έναν εξώστη, κι έναν δεύτερο, ψηλότερα, μετά το 1913. Εσωτερικά, τέσσερις ογκώδεις πεσσοί διαμορφώνουν ένα τετράπλευρο, που περιβάλλεται από ευρεία στοά. Χαρακτηριστικό του μνημείου αποτελούσε η πυραμιδοειδής δρύινη στέγη, με επικάλυψη από μολυβδόφυλλα, που σχημάτιζε στο κέντρο της, εσωτερικά, δρύινο θόλο. Το μέγεθος και η ποιότητα της κατασκευής και οι πρωτοποριακές τεχνικές λύσεις που επιλέχθηκαν την εποχή της την καθιστούσαν ένα από τα σημαντικότερα ξύλινα μνημεία στην Ευρώπη.

Μετά τον σεισμό του 1753, το κτίριο επισκευάστηκε το 1822. Τότε, χρονολογείται και ο ζωγραφικός διάκοσμος, στον νότιο τοίχο, πάνω από το μιχράμπ, όπου ιστορείται ουράνια πόλη. Η παράσταση εντυπωσιάζει για την κομψότητα των οικοδομημάτων, την ακρίβεια της απόδοσης και την ποικιλία των χρωμάτων. Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μνημείου κοσμούνται με θρησκευτικά κείμενα σε καλλιγραφική γραφή, ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων.

Η πυρκαγιά, που ξέσπασε στο εσωτερικό του Τεμένους, την 22α Μαρτίου 2017, προκάλεσε ανήκεστο βλάβη στο μνημείο. Κατέστρεψε ολοσχερώς τις ξυλοκατασκευές, την αριστουργηματική πυραμοειδή δρύινη στέγη, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στο λιθόκτιστο κέλυφός του. Από το 2017, χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια, μέχρι το 2020, οπότε το υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ερευνητικό πρόγραμμα, προκειμένου να προταθούν οι βέλτιστες λύσεις για την αποκατάσταση του – ιδιαίτερα σημαντικού και με πολυπλοκότητα στην κατασκευή – μνημείου. Είναι ένα σύνθετο έργο, με μεγάλες τεχνικές δυσκολίες ως προς τις παρεμβάσεις στο κέλυφος, αλλά, κυρίως, ως προς την ανακατασκευή της ξύλινης στέγης του.

Χάρη στη συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού – των Διευθύνσεων Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεώτερων Μνημείων – με την επιστημονική ομάδα του ΕΜΠ, εκπονήθηκε η αναστηλωτική πρόταση, ώστε να είναι δυνατή η αποκατάσταση του μνημείου, σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης και της δεοντολογίας.

Σήμερα, το υπουργείο Πολιτισμού, με επιστημονικό σύμβουλο την ομάδα του ΕΜΠ, αποκαθιστά το Τέμενος, στα πρότυπα της τελευταίας φάσης του, των αρχών του 20ού αιώνα, με παράλληλη ανάδειξη στοιχείων προηγούμενων φάσεων, ώστε να είναι αναγνώσιμη η δομική του ιστορία και οι επεμβάσεις διαφόρων χρονικών περιόδων. Το έργο, προϋπολογισμού περίπου 13.500.000 ευρώ, χρηματοδοτείται από το ΥΠΠΟ, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και ορίζοντα ολοκλήρωσης το τέλος 2025.

Το πολυπλοκότερο θέμα είναι η ενδεδειγμένη επιστημονικά και μεθοδολογικά ανακατασκευή της ξύλινης στέγης. Βάσει των προδιαγραφών της μελέτης, ο ανάδοχος έχει συμπράξει με εταιρεία της Αγγλίας, προκειμένου να εξασφαλίσει την ξυλεία – περίπου 400 κυβικά – για την κατασκευή περισσοτέρων από 3.500 ξύλινων στοιχείων. Το μεγαλύτερο μέρος της θα προέλθει από δάση της Γαλλίας. Το εγχείρημα είναι δύσκολο. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αποκατάσταση των ξυλοκατασκευών της Παναγίας των Παρισίων, που καταστράφηκαν ολοσχερώς, από πυρκαγιά στις 15 Απριλίου 2019.

Η αποκατάσταση του Τεμένους Βαγιαζήτ είναι η μείζων παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού στο Διδυμότειχο. Αλλά δεν είναι η μόνη. Στο Διδυμότειχο δημιουργείται μια πολιτιστική διαδρομή, που περιλαμβάνει το Βυζαντινό Μουσείο, το Τέμενος Βαγιαζήτ, τον Αγιο Αθανάσιο, το Κάστρο – η εκπόνηση του στρατηγικού σχεδίου ολοκληρώνεται άμεσα – και συνδέεται με τις παρεμβάσεις του δήμου εντός του αστικού πυρήνα. Δημιουργείται, έτσι, μια νέα δυναμική στη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών, που συνδέεται με ένα βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο.

Η δρ Λίνα Μενδώνη είναι υπουργός Πολιτισμού