Σκηνή πρώτη, σε παραλία επαρχιακής πόλης. Το κάμα δείχνει τα τελευταία του δόντια πριν υποχωρήσει και παραδώσει στο μούχρωμα για να αλλάξει μια και καλή η διάθεση των λουομένων. Ενας νεαρός, υπάλληλος γειτονικού ζαχαροπλαστείου, μαζεύει υπομονετικά κουτάκια αναψυκτικών που άφησαν πίσω τους οι ορδές άγνωστων σε αυτόν συνομηλίκων. Μία μητέρα έχει μόλις καρφώσει την ομπρέλα στα βότσαλα και στρέφεται εξίσου υπομονετικά προς το παιδί με σύνδρομο Down. Η ζέστη δεν φαίνεται να την κάμπτει, η αντίσταση του ίδιου του παιδιού είναι μέρος μιας κανονικότητας, ο σύντροφος δεν προσφέρει ποτέ μια ανάσα ξεκούρασης. Για τη μία ώρα που στέκονται στην ακροθαλασσιά μένουν μόνοι τους, «ριγμένοι» στον κόσμο: μία αδάμαστη θέληση και μία ψυχή σε ανάγκη. Αθελά της παραδίδει ένα μάθημα στους παρακείμενους λουόμενους.
Σκηνή δεύτερη, στο άνω διάζωμα της Επιδαύρου. Η νεαρή ταξιθέτρια έχει υποδείξει τη θέση στον τελευταίο αργοπορημένο θεατή, αλλά η παράσταση δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Στα επόμενα λεπτά θα πέσει το φως και το κοίλο θα υποδεχθεί με χειροκρότημα τους ηθοποιούς στη σκηνή. Η κίνηση από τις πλαϊνές εισόδους, ωστόσο, δεν θα σταματήσει για τα επόμενα 45 λεπτά. Συγκαταβατικοί και αθόρυβοι στην πλειονότητά τους, οι θεατές σταματούν εκεί όπου τους υποδεικνύουν οι ταξιθέτες και οι ταξιθέτριες. Εκτός από ένα ζευγάρι που φωνάζοντας – περίπου στις 10 το βράδυ, τρία τέταρτα μετά την έναρξη της παράστασης – απαιτεί να καθίσει «όπου πλήρωσε». Η ταξιθέτρια προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα με υπομονετικές κινήσεις, πλην όμως άσκοπα. Και κάποια στιγμή ακούει τα εξ αμάξης. Σαν να εκπροσωπεί εκείνη «την οργάνωση» και το «σύστημα» που δεν λειτουργεί. Σαν να ευθύνεται για το σαμποτάζ που ο νεοέλλην μαινόμενος αισθάνεται ότι του έστησαν στις κερκίδες της Επιδαύρου. Με όσο περίσσευμα διαθέτει η νεαρή γυναίκα καλεί έναν συνάδελφό της να τη βοηθήσει.
Σκηνή τρίτη. Σε υποκατάστημα του ΕΦΚΑ η υπάλληλος πίσω από το γκισέ υπομένει την «οικογενειακή ιστορία» του παραπονούμενου, που, όπως αποδεικνύεται, δεν έχει κάνει εγγραφή την περίοδο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Γαλλία. Με τρόπο απολύτως εξυπηρετικό τού επισημαίνει πού οφείλει να αναζητήσει τον φάκελο ενσήμων – σε άλλον δήμο –, τον προμηθεύει με email και τηλέφωνα. Ακολουθεί η αντίδρασή του σε τόνο απαξιωτικό με την κατηγορία ότι η υπάλληλος βιάζεται «επειδή θέλει να πάει για μπάνιο».
Πώς γίνεται και ορισμένοι πρέπει να ωριμάζουν για λογαριασμό των άλλων; Γιατί δεν έχουν αποκτήσει την ίδια αίσθηση ιδιοκτησίας του δημόσιου χώρου και του δικαίου; Και πώς υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται στον «εκτσογλανισμό» – απ’ όπου κι αν προέρχεται – χωρίς να επιτρέπουν να τους διαπεράσει; Οι αόρατοι της θερινής καθημερινότητας ήταν μέρος και αυτοί του καλοκαιριού που τυπικά τελειώνει. Μια υπενθύμιση ότι η πραγματικότητά μας ακυρώνει τους κανόνες της ινσταγκραμικής επίδειξης και δεν είναι ένα μονότονο συναίσθημα χωρίς διακυμάνσεις. Χωράνε και αυτοί που τους προσπερνάμε ή τους θεωρούμε δεδομένους. Δεν μπορεί, όλο και κάποιο γραφείο θα έχετε δει που η καθημερινότητα περιλαμβάνει – εκτός από τη διεκπεραίωση εργασιών – και να αδειάζουν κάποιοι τα καλαθάκια.