Οποιος απλώς και μόνο συγκρίνει με μια γρήγορη ματιά τις ανά δεκαετία αδιάψευστες αεροφωτογραφίες της Ανατολικής Αττικής από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα στις περισσότερες περιοχές των καμένων, θα πρέπει να πάψει να αγανακτεί με τις φωτιές και να αρχίσει επιτέλους να αγανακτεί με τον εαυτό του. Και τον δικό του και όλων μας, τον «συλλογικό εαυτό» που αποκαλείται κοινωνία. Και βέβαια τον βραχίονά της που αποκαλείται πολιτικό σύστημα – που όμως η ίδια ψηφίζει, ξαναψηφίζει, συντηρεί και σταθμεύει μόνιμα στην εξουσία σε διάφορες παραλλαγές του, όλες αποδεδειγμένα εξίσου σχεδόν ένοχες για τις καταστροφές αυτές και όχι μόνον: ακόμα και για μια ολόκληρη πτώχευση και ένα τεράστιο κύμα μόνιμης νεανικής επιστημονικής μετανάστευσης.
Αυτό θα έπρεπε να είναι εδώ και πολλά χρόνια το στοιχειώδες συμπέρασμα στο οποίο θα έπρεπε να είχε καταλήξει μία πραγματική κοινή γνώμη που, προφανώς, δεν υφίσταται και γι’ αυτό δεν το κάνει.
Και όχι απλώς δεν το κάνει, αλλά επιπλέον έχει εθιστεί τόσο βαθιά να αποδέχεται τα πάντα αφού πρώτα γκρινιάξει λίγο, ώστε οι πολιτικές εξουσίες που επί των ημερών τους επέρχονται τέτοια τερατώδη πλήγματα, να φτάνουν να μιλούν με τρόπο που θα έπρεπε να μην μπορούν καν να διανοούνται έπειτα από όλα αυτά. Από τα πλέον εντυπωσιακά παραδείγματα της τελευταίας καταστροφής στην Αττική (που μόλις λίγες ημέρες μετά μοιάζει ήδη να ξεχνιέται… επιτυχώς για την κυβέρνηση) ήταν μία δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη, ο οποίος, αντί να πει κάτι επί της ουσίας και να μιλήσει επιτέλους κάποτε με τη γλώσσα της αλήθειας, τι βρήκε, μεταξύ πολλών άλλων, να πει; Οτι η καταστροφή ήταν μία «σκληρή υπενθύμιση πως η αντιπυρική περίοδος δεν έχει τελειώσει»! Αυτό του έμεινε από τη λαίλαπα. Η… υπενθύμιση. Μα είναι δυνατόν; Είναι. Είπε όμως κι άλλα πολλά, με κοινό παρονομαστή τα εξής:
Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται διά να ομιλεί – και θύμισε το Μάτι. Και έχει δίκιο. Ασφαλώς. Ομως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Τα έχει μπερδέψει ο άνθρωπος: το ότι καίγεται ακόμα και η Αθήνα μέσα στην πόλη με νεκρούς επί της κυβέρνησης που υπηρετεί δεν έχει να κάνει με τα εγκλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Δείχνει όμως ξεκάθαρα ότι για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο το θέμα δεν είναι το τι κάηκε, αλλά το να μην του πάρει πόντους ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή κάηκε. Δείχνει ότι η Ελλάδα είναι απλώς ένα πολιτικό εμπόρευμα – και όχι μόνον γι’ αυτόν βέβαια. Και για τους άλλους το ίδιο ακριβώς ισχύει.
Δεύτερον, όλα τα έχει κάνει καλά η κυβέρνηση: παρουσίασε μία εικόνα που ήταν περίπου για βράβευση! Μάλιστα. Κανείς δεν έχει ευθύνη, κανείς δεν φταίει. Κανείς δεν έπρεπε να έχει κάνει άλλες ενέργειες. Φταίει το… κακό το ριζικό μας, που έγραφε ο Βάρναλης. Πρόκειται για ντροπή. Μόνον που δεν απαίτησε να του πούμε και μπράβο για τα… κατορθώματά τους.
Ολα αυτά συμπληρώθηκαν προς ολοκλήρωση της εξοργιστικής αντιμετώπισης της κυβέρνησης στα μετά την τραγωδία από τη δήλωση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, προερχόμενη από κάποιον άλλο κόσμο: «Προσπαθούμε πάντα να γίνουμε καλύτεροι, χρειάζεται δουλειά στο κομμάτι της πρόληψης». Αυτό. «Προσπαθούμε». «Καλύτεροι». «Πρόληψη». Με το χάος να έχει επέλθει εν τω μεταξύ σαρωτικό. Δηλαδή, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Για να μην πει κανείς ότι φτάνουμε πλέον στο τραγικό επίπεδο σφυρίζω αδιάφορα ή ακόμα και… πουλάω τρέλα.
Οι κυβερνήτες εξουσιάζουν και λογοδοτούν. Αυτό γίνεται στη δημοκρατία. Οταν απλώς εξουσιάζουν και δεν λογοδοτούν, αλλά, αντίθετα, προκαλούν κιόλας με τα όσα λένε αντί λογοδοσίας, τότε η δημοκρατία έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οπως πολύ σοβαρό πρόβλημα έχει και η ίδια η κοινή γνώμη η οποία δεν εξεγείρεται από το γεγονός ότι μία – όποια – κυβέρνηση (είπαμε ξεκάθαρα: τα ίδια και χειρότερα έκαναν και οι του ΣΥΡΙΖΑ με τα άθλια ψέματα στην εθνική τραγωδία στο Μάτι και όχι μόνον) αισθάνεται ότι μπορεί να την αντιμετωπίζει ως ηλίθια, ως ανύπαρκτη. Γιατί το αισθάνεται; Επειδή είναι.