Οταν ο Ουμπέρτο Εκο έλεγε ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, δεν εννοούσε ότι ο κόσμος μπαίνει σε pause. Αυτό θα έμοιαζε σαν να θυσιάζεται η κοινή λογική προκειμένου να διασωθεί η ατάκα. Εννοούσε απλώς ότι, λόγω αδειών, δεν δουλεύουν οι δημοσιογράφοι που θα τις αναπαράγουν. Σήμερα όμως, με την παντοκρατορία της εικόνας και την κυριαρχία των σόσιαλ μίντια, οι ειδήσεις αναπαράγονται από μόνες τους, δεν χρειάζονται μεσολαβητή. Φτάνουν στο κοινό ως φωτογραφικά κλικ με κενή τη λεζάντα, ώστε να τη συμπληρώσει ο καθένας όπως γουστάρει, όπως ξέρει και μπορεί.

Και μέχρι τώρα ο Αύγουστος μάς έδωσε πολλές τέτοιες αφορμές. Τις μέρες της άδειάς μου με φαγουρίζαν τα χέρια μου που δεν έγραφα εδώ μέσα για όσα «περνούσαν» από δίπλα μου και κάποια μού προκαλούσαν αμηχανία, άλλα με εξόργιζαν, άλλα με έκαναν να χαμογελώ ή να ενθουσιάζομαι, κάποια να γελάω, ενώ κάποια άλλα με τραβούσαν από το μανίκι – ή, μάλλον, από την τιράντα – αλλά έπρεπε να κάνω και καμιά βουτιά. Για παράδειγμα, η διένεξη αν το χρωμόσωμα κάνει τη γυναίκα ή η γυναίκα το χρωμόσωμα με αφορμή την αλγερινή μποξέρ. Ο Τεντόγλου που, κόντρα στην τρέχουσα και επικρατούσα νοοτροπία, παίρνει στα σοβαρά όχι τον εαυτό του αλλά αυτό που κάνει και τον ενδιαφέρει η επίδοση και όχι η διάκριση. Το μόνιμο, ολοφώτεινο χαμόγελο του Καραλή, τόσο ανακουφιστικά μεταδοτικό. Η ελληνοκεντρική τελετή λήξης των Ολυμπιακών στο Παρίσι που όμως έγινε υπερθέαμα όταν την πήραν στα χέρια τους οι βιρτουόζοι στο είδος Αμερικανοί. Ο «ουρανοκατέβατος» Τομ Κρουζ, ακμαιότατος στα εξήντα δύο του, τον οποίο ωστόσο η χολιγουντιανή αντίληψη περί διατήρησης της νεότητας τον έχει κάνει να μοιάζει πάρα πολύ με τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Κάτι μικροκαλλιτέχνες που έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Οι κλωτσοπατινάδες μέσα στα πλοία και τα νέα ήθη των, ας πούμε, διακοπών. Οι πυρκαγιές και οι πολλές «αναγνώσεις» τους. Το «ξήλωμα» ενός κόμματος που μοιάζει πλέον με ρετάλι από τις αυγουστιάτικες εκπτώσεις. Και άλλα που θα ασχοληθώ τις επόμενες μέρες.

Και ούσα έτοιμη, την πρώτη μέρα μετά την άδεια, να ανοίξω το τεφτέρι μου, ξυπνάω με την είδηση ότι πέθανε ο Αλέν Ντελόν. Μα πώς; Πού πάει η ομορφιά όταν πεθαίνει;

…και ο Θεός έπλασε τον άντρα

Υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία ωραιότερα ανδρικά πρόσωπα που φώτισε ποτέ ο κινηματογραφικός φακός (οι άλλοι δύο ήταν ο Μάρλον Μπράντο και ο Πολ Νιούμαν). Σπάζοντας ακόμη και εκείνον τον κανόνα που ορίζει την ομορφιά ως έναν συνδυασμό όπου όλα είναι τέλεια αλλά υπάρχει και ένα «λάθος». Στον Ντελόν δεν υπήρχε κανένα «λάθος». Σαν να αποτυπώθηκε στη θωριά του μία σπάνια συγχορδία γονιδίων που προσδιόρισε την απόλυτη ομορφιά. Θείο δώρο αλλά τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο. Το να παίρνεις την απάντηση «ναι» πριν καν διατυπώσεις το αίτημα (ένας από τους ορισμούς της γοητείας) είναι στην αρχή μεθυστικό αλλά έχω την εντύπωση πως μπορεί να γίνει και βάρος, αυτό το να μη χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Ισως ούτε καν το υποκριτικό ταλέντο. Για παράδειγμα, δεν ξέρω αν ο Αντριου Σκοτ ή ο Ματ Ντέιμον που έχουν υποδυθεί τον Ρίπλεϊ είναι καλύτεροι ηθοποιοί από τον Ντελόν, εκείνος όμως έχει βάλει την ανεξίτηλη σφραγίδα του σε αυτές τις λεπτές διακυμάνσεις του chiaroscuro ήρωα της Χάισμιθ. Και αναρωτιέμαι μήπως τελικά και η διαχείριση της απόλυτης ομορφιάς είναι ένα είδος ταλέντου.

Στα χρόνια της woke κουλτούρας ο Ντελόν κατηγορήθηκε για ακροδεξιές θέσεις, ομοφοβία, «ματσίλα», μισογυνισμό. Και στη διαδικτυακή Ελλάδα του υψωμένου δάχτυλου μιας εχθροπαθούς κορεκτίλας που παραπέμπει σε παλιοκαιρίσια γεροντοκόρη ή χουντικό επιθεωρητή, βάλθηκαν αρκετοί να υπενθυμίσουν, ανήμερα του θανάτου του, ότι δεν ήταν πολιτικά ορθός. Σαν κάπως να προσπαθούσαν να υπογραμμίσουν ότι οι ίδιοι είναι περισσότερο «σωστοί» απ’ όσο ο Ντελόν όμορφος. Πίσω όμως από τους επικοινωνιακούς παροξυσμούς μικροψυχίας δεν μπορείς να μη διακρίνεις το απωθημένο αυτού που ξέρει ότι κάποιοι μη «συμβατοί» με τις δικές τους αντιλήψεις, έζησαν όσα οι ίδιοι δεν τόλμησαν καν να ονειρευτούν.