Η πολυγραφότατη Ιρλανδή Εντνα Ο’ Μπράιαν έφυγε από τη ζωή στις 27 Ιουλίου σε ηλικία 93 ετών, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, όπως ανακοίνωσε ο ατζέντης της.

Με καριέρα που εκτείνεται σε διάστημα εξήντα ετών και άνω είναι μια από εκείνους τους σπάνιους συγγραφείς που ακόμα και την τελευταία δεκαετία της ζωής της παρήγαγε έργα τολμηρά, υψηλής λογοτεχνικής αξίας.

Στα τελευταία βιβλία της η Ο’ Μπράιαν συνέχισε να πειραματίζεται, ακολουθώντας τις απαιτήσεις τόσο του θέματός της όσο και των ηρωίδων της – («Μικρές κόκκινες καρέκλες», 2015 και «Κορίτσι», 2019 μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, Κλειδάριθμος).

Στο «Κορίτσι», το τελευταίο της βιβλίο, η Ο’ Μπράιαν παίρνει το μεγάλο ρίσκο να αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο την τρομερή ιστορία μιας έφηβης Νιγηριανής που είχε απαχθεί από την Μπόκο Χαράμ, αποδίδοντας με βασανιστική ακρίβεια τις σκηνές κακοποίησης και περιπλάνησης, σκηνές που θα ήταν αδύνατον να διαβαστούν αν δεν υπήρχε ο λυρισμός της γραφής να αποδίδει ελλειπτικά τον τρόμο.

Επιστρατεύοντας όλα τα μέσα της πολυετούς πείρας της, ένας πραγματικός άθλος, όπως χαρακτηρίστηκε, κατορθώνει να επινοήσει μια γλώσσα για τον ανείπωτο τρόμο.

Και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η Ο’ Μπράιαν καταγίνεται με το θέμα της φυγής νεαρών κοριτσιών έπειτα από κακοποίηση, την περιπλάνηση και τον αγώνα τους για την αυτονόμησή τους· κορίτσια δραπέτες που δίνουν αγώνα για την ελευθερία τους είναι θέμα που επανέρχεται – από την αρχή της καριέρας της το 1960, στο «Κορίτσια από την επαρχία» που είχε εχθρική υποδοχή στην Ιρλανδία, καθώς στο βιβλίο αποτυπωνόταν ρεαλιστικά η γυναικεία σεξουαλικότητα και επιθυμία, καθώς και το θέμα των αμβλώσεων που, μέχρι πρόσφατα, ήταν απαγορευμένες στη χώρα της.

Το βιβλίο απαγορεύτηκε, καταδικάστηκε από την Εκκλησία και ρίχτηκε στην πυρά στην αυλή του πατρικού της σπιτιού. Σήμερα σε δρόμους του Δουβλίνου διαβάζουμε: «Η Εντνα ήταν μια από εμάς, διαβάζαμε τα βιβλία της παράνομα, έγραφε για λογαριασμό μας…»

Γεννημένη το 1930 στην Κομητεία Κλερ, η Ο’ Μπράιαν ήταν, κατά κάποιον τρόπο, αυτοεξόριστη στο Λονδίνο όπου και έγραφε τα βιβλία της, όταν όλη αυτή η κατακραυγή έστρεψε επάνω της τα φώτα της δημοσιότητας.

Το σκάνδαλο της «πρόσθεσε» τον χαρακτηρισμό της τολμηρής, της λαμπερής προσωπικότητας που ενίοτε λειτουργούσε εις βάρος του έργου της.

Για δεκαετίες, το όνομά της υπήρξε συνώνυμο της απείθειας και της ανομίας των γυναικών, θύματα των πατριαρχικών και θεοκρατικών δομών της πατρίδας της. Συχνά την ανέφεραν ως την «ιρλανδή Κολέτ» καθώς μετά τον Οσκαρ Ουάιλντ δεν υπήρξε άλλος ιρλανδός μετανάστης στο Λονδίνο που να είχε μια τόσο έντονη ζωή.

Η Ο’ Μπράιαν υπήρξε μέλος του διεθνούς τζετ σετ, πέρασε μεγάλα διαστήματα στην Αμερική και είχε έναν λαμπερό κύκλο από φίλους – Τζέιν Φόντα, Σάμιουελ Μπέκετ, Μικ Τζάγκερ, Φράνσις Μπέικον, Χάρολντ Πίντερ, Τεντ Χιουζ.

Εκτός από το πλήθος των μυθιστορημάτων η Ο’ Μπράιαν έγραψε έναν αριθμό από θεατρικά, συλλογές διηγημάτων, βιογραφίες, παιδικά βιβλία και μια ποιητική συλλογή.

Η πρωτοπρόσωπη γραμμική αφήγηση των πρώτων μυθιστορημάτων της εξελίχτηκε, και τις επόμενες δεκαετίες μας έδωσε έργα με πειραματικό ύφος και δομή. Το «A Pagan Place» (1970) είναι ολόκληρο γραμμένο στο δεύτερο πρόσωπο και «Η Νύχτα» (1972) είναι ένας απαιτητικός μονόλογος συνειδησιακής ροής, προφανώς επηρεασμένη από τον Τζέιμς Τζόις.

Η οφειλή της στον Τζόις, τον οποίο μνημόνευε συχνά, είναι σαφέστατη.

Οπως ο Τζόις, κατανοούσε ότι ο ρυθμός και η σύνταξη της αγγλικής γλώσσας όπως τη μιλούν στην Ιρλανδία θα μπορούσε να απελευθερώσει την αφήγηση να προσθέσει πρωτοτυπία και φρεσκάδα στη γραφή. Αυτό το ύφος επιστράτευσε στη βιογραφία που έγραψε για τον Τζέιμς Τζόις (1999), η οποία παραμένει η πιο συνοπτική και καίρια εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα.

Από τη δεκαετία του ενενήντα και μετά, τα βιβλία της, συνειδητά και προγραμματικά, καταπιάνονταν με τις τεράστιες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που σάρωναν την Ιρλανδία, θέματα που, ως επί το πλείστον, αγνοήθηκαν από άλλους σύγχρονούς της ιρλανδούς συγγραφείς.

ΕντΠαρότι η εποχή της συνέπεσε με την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος και η ανεξαρτησία της υπήρξε πρότυπο για πολλές γυναίκες που πάλευαν για την ισότητα και τα δικαιώματά τους, η εστίασή της (ιδιαίτερα στα πρώτα βιβλία της) στον έρωτα με γυναικείους χαρακτήρες που βίωναν βία και προδοσία, δηλαδή γυναίκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν θύματα, ήταν, ίσως, ο λόγος που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τη φεμινιστική κριτική.

Ωστόσο, τα κορίτσια της Ο’ Μπράιαν μπορεί μεν να ήταν θύματα, αλλά δεν ήταν μόνο θύματα, πάντα πάλευαν και αγωνίζονταν για μια θέση στον κόσμο. Τα κορίτσια στα πρώτα της βιβλία πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της φυγής τους, το περιπλανώμενο κορίτσι, η Μαριάμ, στο τελευταίο της βιβλίο βρήκε τον τρόπο να ξεφύγει και να επιβιώσει μέσα από την αφήγηση της δικής της ιστορίας.

Την τελευταία δεκαετία της ζωής της υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας αλλά συνέχισε να γράφει. Ταυτόχρονα η κριτική και η αξιολόγηση του έργου της μεταβλήθηκε σημαντικά. Το 2013 λαμβάνει το βραβείο Saoi of Aosdana, την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση της χώρας της, ενώ νεότερες ιρλανδές συγγραφείς όπως η Αννα Μπερνς και η Αν Ενράιτ και η Κλερ Κίγκαν αναγνωρίζουν την επίδραση της Ο’ Μπράιαν στο έργο τους, αναπαράγοντας, ενίοτε, την ατμόσφαιρα των πρώτων, λογοκριμένων της βιβλίων.

Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο «Τρικυμίες Παθών» κυκλοφορεί από τον Κλειδάριθμο