Υπάρχει η ομορφιά, υπάρχει και η κινηματογραφική ομορφιά. Αυτό διακρίνει τα μοντέλα από τους ηθοποιούς. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι προφανώς και ο κινηματογράφος απαιτεί και ερμηνευτικές ικανότητες. Πάνω από όλα έχει να κάνει με το πώς οικοδομείται μια κινηματογραφική εικόνα. Ο Αλέν Ντελόν ήταν σίγουρα όμορφος και σίγουρα είχε υποκριτικές ικανότητες – που εκτός των άλλων αποτύπωναν και την ικανότητά του να ενσωματώνει την ίδια την εμπειρία του από την τραυματική παιδική ηλικία, στη στρατιωτική θητεία, στη συνάντησή του με τον υπόκοσμο. Ταυτόχρονα, όμως, η εικόνα που έχουμε για αυτόν διαμορφώθηκε γιατί είχε την τύχη να συναντηθεί με σπουδαίους σκηνοθέτες σε ταινίες που κατέκτησαν μια θέση στην ιστορία του κινηματογράφου.
Και ήταν αυτές οι ταινίες που διαμόρφωσαν τον μύθο του, ακόμη και εάν δεν ήταν πάντα οι πιο εμπορικές. Γιατί η κινηματογραφική εικόνα είναι μια διεργασία πολύ πιο σύνθετη από απλώς έναν ηθοποιό μπροστά σε μία κάμερα. Για να δώσουμε ένα αντίστοιχο παράδειγμα: ο Μπελμοντό, της τεράστιας καριέρας, δεν θα ήταν ποτέ ο Μπελμοντό εάν δεν είχε συναντηθεί με τον Γκοντάρ.
Στην περίπτωση του Ντελόν αξίζει να δούμε μερικές από τις συναντήσεις αυτές:
Το 1960 έχουμε τη συνάντησή του με δύο σκηνοθέτες με τους οποίους θα ξανασυναντηθεί. Ο Ρενέ Κλεμάν, των περίφημων «Απαγορευμένων παιχνιδιών», γυρίζει την πρώτη κινηματογραφική διασκευή του «Ταλαντούχου κ. Ρίπλεϊ», της Πατρίσια Χέινγουορθ, ως «Γυμνοί στον Ήλιοι», με τον Ντελόν ως πρώτη και αξεπέραστη εκδοχή.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο «Ρόκο και τα Αδέλφια του», με μεγάλη νεορεαλιστική τραγωδία του Λουκίνο Βισκόντι, με τον Ντελόν να ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο σπουδαίων ηθοποιών, ανάμεσά τους και η δικιά μας Κατίνα Παξινού.
Με τον Βισκόντι ο Ντελόν θα συνεργαστεί ξανά στον «Γατόπαρδο» του 1963, έναν επικών διαστάσεων ιστορικό στοχασμό πάνω στην Ιταλία του Risorgimento, στον οποίο δεσπίζει μεν η φιγούρα του Μπ. Λάνκαστερ («Όλα πρέπει να αλλάξουν, για να μείνουν όλα ίδια») όμως πάλι το αποτύπωμα του Ντελόν είναι ξεχωριστό.
Το 1962 κυκλοφορεί η Έκλειψη του Μικελάντζελο Αντονιόνι, αυτή η σχεδόν ελεγειακή σπουδή πάνω στην αλλοτρίωση στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία με τον Ντελόν να παίζει υποδειγματικά τον εφήμερο εραστή της Μόνικα Βίτι και τον σκηνοθέτη να παραδίδει μαθήματα πάνω στα βλέμματα που τελικά δεν μπορούν να συναντηθούν.
Το 1967 έχουμε την πρώτη συνάντησή του με τον μεγάλο Ζαν-Πιερ Μελβίλ στον περίφημο «Σαμουράι» (αρχικός ελληνικός τίτλος «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο). Ο μεγάλος δάσκαλος της κινηματογραφικής αφαίρεσης και μιας αξεπέραστης νουάρ αισθητικής αξιοποιεί την εικόνα του Ντελόν βάζοντάς τον να παίζει με τον πιο λιτό τρόπο, που όμως τελικά του επιτρέπει να φτιάξει όχι απλώς μια δυνατή ερμηνεία αλλά μια αξεπέραστη κινηματογραφική εικόνα.
Με τον Μελβίλ θα συνεργαστεί άλλες δύο φορές. Η πρώτη ήταν στον «Κόκκινο Κύκλο» του 1970, απέναντι σε δύο επίσης σπουδαίες ερμηνείες, του Τζιαν Μαρία Βολοντέ. Πάλι η εικόνα του Ντελόν δένει αξεπέραστα σε αυτή την ελεγειακή τελικά ταινία που αρθρώνεται γύρω από μία παράτολμη ληστείς.
Η τρίτη φορά που ο Ντελόν θα συναντηθεί με τον Μελβίλ, θα είναι στο «Ένας μπάτσος» του 1972, την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη. Παραγνωρισμένη στην εποχή της, καθώς ο Μελβίλ σπρώχνει την τάση για αφαίρεση στα άκρα, όμως πλέον θεωρούμενη μια εξαιρετική ταινία, έχει και πάλι ιδανικό πρωταγωνιστή τον Ντελόν.
To 1976 o Ντελόν θα έχει τη δεύτερη και πιο ευτυχή συνάντησή του με τον Τζόζεφ Λόουζι, στον περίφημο «Κύριο Κλάιν» μια υποδειγματική ταινία πάνω στα ζητήματα της ταυτότητας και του πώς οι άνθρωποι βρίσκονται τελικά πάντα μπλεγμένοι στα πλοκάμια της ιστορίας ακόμη και εάν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να την αποφύγουν.