«Στην περίπτωση που ένα κράτος θεωρεί πως έχει συμφέρον έννομης φύσης το οποίο ενδέχεται να επηρεαστεί από την απόφαση στην υπόθεση, δύναται να υποβάλει αίτημα προς το δικαστήριο προκειμένου να του επιτραπεί να παρέμβει. Εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφανθεί για το συγκεκριμένο αίτημα».
Αυτήν ακριβώς την πρόβλεψη του Αρθρου 62 στο καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου επικαλέστηκε η Τουρκία (και άλλες χώρες), ζητώντας να παρέμβει υπέρ της προσφυγής που έχει καταθέσει η Νότια Αφρική κατά του Ισραήλ για γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας. Ως εδώ όλα καλά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Μόνο που το αμέσως επόμενο Αρθρο, το 63, ενδέχεται να περιλαμβάνει μια «παγίδα» για την Αγκυρα, στην περίπτωση που το ίδιο όργανο κληθεί να διευθετήσει και κάποια ή κάποιες από τις διαφορές που υπάρχουν με την Ελλάδα.
Η εξήγηση που δίνεται είναι πως στο συγκεκριμένο Αρθρο καθίσταται απολύτως σαφές ότι στην περίπτωση που αναγνωριστεί σε κάποιο κράτος το δικαίωμα παρέμβασης και αυτό επιλέξει να το αξιοποιήσει, τότε «το σκεπτικό της ετυμηγορίας θα είναι εξίσου δεσμευτικό και για το ίδιο». Είναι κάτι, άλλωστε, που έσπευσε να διαπιστώσει ο διπλωματικός σύμβουλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Ναμίκ Ταν, ο οποίος προειδοποίησε: «Διπλωματία είναι να μη χάνεις από τα μάτια σου τις παγίδες του διεθνούς δικαίου. Για παράδειγμα, όταν παρεμβαίνουμε κατά του Ισραήλ στην υπόθεση γενοκτονίας, είναι σημαντικό να έχουμε επίγνωση των πιθανών συνεπειών για την Τουρκία βάσει του Αρθρου 63 του καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Πώς, όμως, θα μπορούσε να «αυτοπαγιδευτεί» η Τουρκία και το αίτημα που υποβάλλει στην περίπτωση του Ισραήλ – επιχειρώντας να ενισχύσει την εικόνα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως υπερασπιστή των Παλαιστινίων – να μετατραπεί σε μπούμερανγκ εναντίον της; Πρακτικά και με δεδομένο ότι στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν υφίσταται θέμα συναφές με γενοκτονία, η απειλή έγκειται στην ντε φάκτο αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου από την Αγκυρα. Κάτι που, με τη σειρά του και υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από την Αθήνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν συγκαταλέγεται στις 74 χώρες οι οποίες έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και το δεσμευτικό των αποφάσεών του (κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Ισραήλ, αλλά και τις ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα). Ετσι, αν και το καταστατικό του προβλέπει πως όλα τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ έχουν «εκ των πραγμάτων» (ipso facto) δικαίωμα πρόσβασης και προσφυγής σε αυτό, η Τουρκία έχει φροντίσει να «οχυρωθεί» απέναντί του, θεωρώντας προφανώς ότι δεν τη συμφέρει (ή δεν τη συνέφερε μέχρι σήμερα) να εμπλακεί στα «χωράφια» της.
Εφόσον τώρα λάβει ενεργά μέρος στην αγωγή της Νότιας Αφρικής κατά του Ισραήλ, η θέση αυτή υπονομεύεται αντικειμενικά. Υποθετικά, λοιπόν, η Ελλάδα θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί και να καταθέσει μονομερή προσφυγή – προφανώς για την υφαλοκρηπίδα που, σύμφωνα με την πάγια και διακομματική επίσημη θέση της Αθήνας, αποτελεί τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει –, αναγκάζοντας ουσιαστικά την Αγκυρα να ακολουθήσει. Ή, ενδεχομένως, να κάνει ρελάνς, ρίχνοντας όλο το «πακέτο» των ελληνοτουρκικών στο τραπέζι των δικαστών.
Μόνο που από το «αν» μέχρι το «έγινε» υπάρχει σημαντική απόσταση. Το κατά πόσο θα καλυφθεί ή όχι εξαρτάται δε από τη συγκυρία, τον συσχετισμό δύναμης και τις διεθνείς συμμαχίες. Ειδάλλως, η προσφυγή στη Χάγη μπορεί έτσι κι αλλιώς να γίνει μπούμερανγκ για όποιο κράτος την επιλέξει.