Την ανάδειξη του γαστρονομικού πλούτου της χώρας, μέσα από το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας, το πρωινό, επιχειρούν τα τελευταία χρόνια το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος και επαγγελματίες του κλάδου, τονίζοντας πως η ιδιαίτερη κουλτούρα πρέπει να γίνει γνωστή σε έλληνες και ξένους περιηγητές. Μάλιστα, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το ΞΕΕ εισήγαγε την πρωτοβουλία «Ελληνικό πρωινό», η οποία λειτουργεί, συμβολικά και πρακτικά, ως εισαγωγή στην εξοικείωση με τον πλούτο της ελληνικής γης.
Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία από τον σχετικό ιστότοπο greekbreakfast.gr, μόλις 1.448 επιχειρήσεις συμμετέχουν στο πρόγραμμα, 11 και πλέον χρόνια μετά την υλοποίησή του. Οπως φαίνεται, το στοίχημα της καθιέρωσης παραδοσιακών συνταγών και προϊόντων ονομασίας προέλευσης από τη γαστρονομική μας κληρονομιά στα ξενοδοχεία της χώρας παραμένει ένας δύσκολος στόχος, αν ληφθεί υπόψη ότι αριθμός αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 20% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων που λειτουργούν στην Ελλάδα.
Στις επιμέρους περιφέρειες, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, μόνο το 8% των ξενοδοχειακών μονάδων συμμετείχε στο πρόγραμμα, αν και στις ξενοδοχειακές μονάδες τεσσάρων αστέρων αυτό το ποσοστό ανέβαινε σημαντικά (περίπου στο 40%). Αντίστοιχη η εικόνα και στις υπόλοιπες τουριστικές περιοχές. Στη Σαντορίνη για παράδειγμα, από τις περίπου 300 μονάδες, μόνο οι 21 είχαν πάρει μέρος μέχρι τις αρχές του 2021.
Γραβιέρα από τη Νάξο και ξυνοτύρι από τη Μύκονο, ντοματάκια Σαντορίνης, μακεδονίτικες πίτες, λάδι από τις εύφορες πεδιάδες της Μεσσηνίας, μαστίχα από τη Χίο, καθούρα από την Ικαρία και τραχανάς από τον θεσσαλικό κάμπο, θα έπρεπε να είναι μερικά μόνο από τα προϊόντα που βρίσκονται στο τραπέζι, δίνοντας στο ελληνικό πρωινό τον χαρακτήρα που του αρμόζει. Στην πλειονότητα όμως των εγχώριων ξενοδοχείων, οι επισκέπτες γεύονται βούτυρο Ελβετίας, μαρμελάδα Γαλλίας και τυρί Ολλανδίας, χάνοντας την ευκαιρία να γνωρίσουν – μέσω της γεύσης – την ιστορία και τον πολιτισμό των διαφόρων περιοχών της. Και όσο τα ξενοδοχεία δεν επενδύουν με τον τρόπο αυτό στην αναβάθμιση των υπηρεσιών τους, δεν δημιουργούνται αντίστοιχα οικονομικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες.
Τα στοιχεία
Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία σχετικής μελέτης της διαΝΕΟσις, η οποία επισημαίνει πως η σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό αποτελεί απαραίτητο συστατικό των εξαγγελιών κάθε νέας κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο ποτέ αυτή να επιτυγχάνεται. Βάσει αυτής της μελέτης, αποτελεί συχνό φαινόμενο τόσο στα ξενοδοχεία όσο και στις επιχειρήσεις εστίασης η υποκατάσταση εγχώριων προϊόντων με εισαγόμενα χαμηλότερης τιμής, αλλά συχνά και χαμηλότερης ποιότητας και γεύσης. Για τα τρόφιμα εστιατορίου το ποσοστό των εισαγόμενων προϊόντων ανέρχεται σε 74,4% για τα ξενοδοχεία ενός αστέρα, 62% για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων, 35,7% για τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, 28,8% για τα ξενοδοχεία 4 αστέρων και 39,6% για τα ξενοδοχεία 5 αστέρων.