Θέμα χρόνου είναι να εντοπιστεί το νέο στέλεχος της πρώην ευλογιάς των πιθήκων (Clade Ib) και στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, καθώς πλέον μεταδίδεται πιο εύκολα δείχνοντας επεκτατικές τάσεις. Και παρότι επιμένουν πως οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να εγκύψουν στην Αφρική όπου η κατάσταση είναι σοβαρή, προειδοποιούν πως και οι χώρες της Δύσης δεν είναι άτρωτες.
Ποια είναι, όμως, εκείνα τα χαρακτηριστικά του νέου στελέχους εξαιτίας των οποίων ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κήρυξε πρόσφατα παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας του ΕΚΠΑ Αθανάσιος Τσακρής, «το προηγούμενο στέλεχος, Clade II, υπεύθυνο για την παγκόσμια επιδημική έξαρση του 2022, κυκλοφορούσε ήδη επί πολλά χρόνια. Κύρια εστία του παρέμενε η Δυτική Αφρική, στην πλειονότητα των περιπτώσεων προκαλούσε ήπια νόσηση και είχε σχετικά χαμηλή θνητότητα. Το νέο στέλεχος Clade Ib, στο οποίο αποδίδεται τουλάχιστον το 95% των φετινών κρουσμάτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και πιο πρόσφατα σε γειτονικές χώρες, σύμφωνα με τη γονιδιωματική ανάλυσή του παρουσιάζει μεγάλες γενετικές διαφοροποιήσεις από προηγούμενα στελέχη – έως κατά 54%».
Επιπρόσθετα και σύμφωνα με τον ίδιο, φαίνεται να είναι πιο παθογόνο και να εμφανίζει αυξημένη μεταδοτικότητα, κυρίως σε παιδιά και γυναίκες – παρατήρηση που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τη ραγδαία γεωγραφική επέκτασή του στην Αφρική. «Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, έχουν ταξινομήσει τη λοίμωξη από το επικρατούν Clade Ib στέλεχος ως HCID, δηλαδή High Consequence Infectious Disease (σοβαρών επιπτώσεων λοιμώδες νόσημα)».
Ενα ακόμη, εντούτοις, σημείο προβληματισμού είναι ότι ενόσω εξελίσσεται η επιδημία στην Αφρική, αξιολογείται παράλληλα και η αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων φαρμάκων. «Δύο αντιιικά φάρμακα είναι διαθέσιμα: το tecovirimat (γνωστό και ως TPOXX), που πήρε άδεια κυκλοφορίας από τον FDA το 2018, το οποίο όμως μέχρι τώρα δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά απέναντι στην επικρατούσα υποπαραλλαγή, καθώς και το brincidofovir (γνωστό ως CMX001 ή Tembex), που αναπτύχθηκε για την θεραπεία της ευλογιάς και χορηγείται κυρίως σε σοβαρές νοσήσεις».
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και τα για διαθέσιμα εμβόλια, τα οποία έως και σήμερα κρίνονται σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως στη χώρα μας και σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ ο εμβολιασμός έναντι της Μpox ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου 2024 στα νοσοκομεία Αττικόν και Ανδρέας Συγγρός. Προς το παρόν ο εμβολιασμός ενδείκνυται στις ομάδες υψηλού κινδύνου [όπως άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες (MSM) ή με άνδρες και γυναίκες, καιδιεμφυλικά άτομα] ενώ το επόμενο διάστημα θα λειτουργήσουν πέντε ακόμα εμβολιαστικά κέντρα σε Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη, Κρήτη, Πάτρα και Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, ένα σημαντικό δεδομένο που παραθέτει ο Τσακρής είναι πως «όσοι έχουν κατά το παρελθόν εμβολιαστεί για την ευλογιά είναι ως έναν βαθμό προστατευμένοι και για τον συγγενικό ιό της ευλογιάς των πιθήκων. Σύμφωνα με μελέτες, αυτή η προστασία φτάνει το 85% και συνήθως εξασφαλίζει και πιο ήπια λοίμωξη».
Νέα παγκόσμια πανδημία
Ισως όμως, το πιο καυτό ερώτημα των τελευταίων ημερών και με δεδομένη την πρόσφατη εμπειρία της λοίμωξης Covid-19 είναι κατά πόσο το στέλεχος Clade Ib θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύποπτος για μια νέα παγκόσμια πανδημία. «Η κατάσταση μέχρι στιγμής είναι ιδιαίτερα σοβαρή στην Αφρική, όπου οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάνουν τους κατοίκους πιο ευάλωτους στην επιδημία. Σ’ αυτές τις χώρες πρέπει να εγκύψουν οι διεθνείς οργανισμοί και ο ανεπτυγμένος κόσμος, γενικότερα, παρέχοντας εκτός δόσεις εμβολίων και κάθε άλλη δυνατή στήριξη» σημειώνει με νόημα ο καθηγητής.
Εστιάζοντας από την άλλη στις χώρες της Δύσης, σχολιάζει πως έχουν ισχυρά αναχώματα με τα προηγμένα συστήματα υγείας και την προσβασιμότητα των εμβολίων και των αντιικών θεραπειών. «Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άτρωτες. Στον τόσο πολύπλοκα διασυνδεδεμένο πλανήτη μας το local εύκολα γίνεται global. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν από το επιδημικό κύμα του 2022 αφρικανοί ερευνητές έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα – φάρμακα, εμβόλια και διαγνωστικά μέσα. Αλλά προφανώς δεν εισακούστηκαν…».