Μέσα από ένα βίντεο γυμνό από εντυπωσιασμούς λέξεων, διάρκειας 45 δευτερολέπτων, το γραφείο Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. ανέλαβε χθες να κόψει την όρεξη όσων άρχισαν να δηλώνουν ότι θα υπερασπιστούν την τιμή των ελλήνων αστυνομικών με τρόπο που γυρίζει τη χώρα πίσω μισό αιώνα και βάλε, σε μια εποχή σκοτεινή και ανατριχιαστική στην οποία έβαλε ταφόπλακα η αυγή της Μεταπολίτευσης, την οποία γιορτάσαμε αυτό το καλοκαίρι. «Ας εξηγήσουμε λοιπόν #τι_είναι_μπάτσος», έγραφε η ανάρτηση της ΕΛ.ΑΣ. και με το πάτημα του «play» μια συρραφή πλάνων δράσης έδινε ξεκάθαρα τον ορισμό της λέξης: ένστολοι αστυνομικοί καταδίωκαν με μηχανές εγκληματίες, διέσωζαν ηλικιωμένους και μωρά, βοηθούσαν πολίτες να απομακρυνθούν από φυσικές καταστροφές, συνέτρεχαν στο έργο της Πυροσβεστικής σε πλημμύρες και φωτιές, παρείχαν ασφάλεια σε ανθρώπους κάθε ηλικίας που βρίσκονταν σε κίνδυνο και τους είχαν ανάγκη.

Είχε προηγηθεί η δημόσια τοποθέτηση του γαλάζιου βουλευτή Θάνου Πλεύρη, ο οποίος, αντιδρώντας στη χρήση της λέξης «μπάτσος» από τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Παππά, δήλωσε ότι η χρήση του συγκεκριμένου όρου έχει ξεφύγει (υπάρχει άραγε επίσημο ανώτατο επιτρεπόμενο όριο;) και εξ αυτού ορμώμενος, με το άνοιγμα της Βουλής, θα αναλάβει, όπως είπε χαρακτηριστικά, πρωτοβουλία ώστε πλέον ο όρος «μπάτσος» απευθείας να κινεί αυτόφωρο ποινικό αδίκημα, ενώ διευκρίνισε ότι δεν βρίσκει την ιδέα του καθόλου υπερβολική. Ακολούθησε ένας νέος μίνι εθνικός διχασμός που εκδηλώθηκε κυρίως στα ερεβώδη εδάφη του Διαδικτύου γύρω από το μανιχαϊστικό δίπολο «καλή / κακή Αστυνομία», με αναφορές που έφταναν στα βάθη του προηγούμενου αιώνα, ανοίγοντας ξανά πληγές που έχουν επουλωθεί με κόπο μεταρρυθμιστικό, τον οποίο κατέβαλαν πολιτικοί οι οποίοι επέλεξαν τα προηγούμενα χρόνια να φανούν χρήσιμοι, σηκώνοντας τα μανίκια για αλλαγές και αποφεύγοντας να χαϊδέψουν τα πιο ταπεινά ένστικτα του εκλογικού σώματος.

«Προσωπικά εμένα δεν με ενοχλεί να με λένε μπάτσο», λέει στα «ΝΕΑ» ένας 35χρονος μεσαίας βαθμίδας αξιωματικός από τμήμα της ΕΛ.ΑΣ. στην Αττική. «Δεν αφορά προσωποποιημένη κατηγορία. Οσοι με ξέρουν, ξέρουν ποιος είμαι. Και ξέρουν ότι εμείς δεν έχουμε σχέση με την Αστυνομία της δεκαετίας του ’60. Σήμερα, εμείς έχουμε περισσότερα πτυχία από αυτούς που μας λένε μπάτσους. Εγώ είμαι δέκα χρόνια στο Σώμα και έχω μεταπτυχιακό με δικά μου έξοδα. Οπότε θεωρώ απλώς υποτιμητικό το να προσπαθεί κάποιος να μου κολλήσει μια ρετσινιά που προέρχεται από το ’60, αλλά δεν βρίσκω τον λόγο να ποινικοποιηθεί η λέξη. Μετά θα δημιουργηθούν προβλήματα μεγαλύτερα. Ισως θα πρέπει απλώς να προσέχουν τον δημόσιο λόγο τους άνθρωποι που έχουν επιρροή. Γιατί έχει μεγάλη διαφορά το ποιος χρησιμοποιεί τη λέξη. Δηλαδή, το να το λέει ένας ευρωβουλευτής που τον φυλάνε μπάτσοι είναι ένα θέμα. Στο παιδί μου που με έχει ρωτήσει “μπαμπά, τι δουλειά κάνεις;” έχω απαντήσει ότι βοηθάω τους ανθρώπους που έχουν πρόβλημα και δεν μπορούν να το λύσουν μόνοι τους ώστε να νιώσουν ασφάλεια, να αισθανθούν πιο δυνατοί και να βρουν το δίκιο τους». Σχετικά σχολιάζει στα «ΝΕΑ» και ένας 45χρονος ανώτατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. από υπηρεσία της Αττικής: «Η χρήση τέτοιων όρων είναι θέμα καθαρά παιδείας. Είναι λέξεις που δεν μπορείς να χρησιμοποιείς στον δημόσιο λόγο όταν ασκείς ένα λειτούργημα. Αυτό ισχύει για όλους. Σίγουρα όμως δεν μπορούμε να τις απαγορεύσουμε. Σε προσωπικό επίπεδο, εμένα η λέξη μπάτσος με αφήνει αδιάφορο».

Εφόσον, λοιπόν, οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της ΕΛ.ΑΣ. δεν δείχνουν να φοβούνται τις λέξεις και εν αναμονή της επετείου του καταστροφικού «Daniel» που πέρυσι κατόρθωσε να μετατοπίσει μέχρι και τη διαχρονικά αμετακίνητη ΔΕΘ, θα ήταν πιο χρήσιμο οι 300 της Βουλής, αν νιώθουν την ακατανίκητη επιθυμία να αναλάβουν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση προστασίας κάποιου, να διοχετεύσουν την ενέργειά τους ώστε να εξασφαλίσουν επάρκεια υδατικών πόρων για κάθε περιοχή της Ελλάδας, γιατρούς για τα νησιά της άγονης γραμμής, σχέδια ανθεκτικότητας για κάθε περιφέρεια της χώρας που απειλείται από την επέλαση της κλιματικής κρίσης και να αφήσουν τις λέξεις ήσυχες στα αλφαβητάρια και στα μυαλά των ανθρώπων. Ζούμε σε τόπο όπου συνάνθρωποί μας βασανίστηκαν για να μπορούμε να λέμε ελεύθερα ό,τι σκεφτόμαστε, με την επίγνωση ότι αυτό που λέμε χαρακτηρίζει εμάς τους ίδιους και όχι απαραίτητα τον απέναντι.