Δύο πρόσωπα από όμοιους ή διαφορετικούς χώρους τοποθετούνται για ένα ζήτημα που απασχολεί την καθημερινότητά μας

Να αγκαλιάσουμε τις ευαισθησίες των μειονοτήτων

(Του Δημήτρη Αγγελή)

Η πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση για τη λογοτεχνική αξία του Μ. Καραγάτση εντασσόταν περισσότερο σε μια συζήτηση επαναξιολόγησης του παρελθόντος ή αναδιάταξης του Κανόνα παρά στο πνεύμα της ακυρωτικής κουλτούρας (cancel culture) ή κουλτούρας καταλογισμού που εκδηλώνεται με βιαιότητα στις ΗΠΑ – χωρίς ευτυχώς να έχει φτάσει ακόμα εδώ. Το να γκρεμίζεις ανδριάντες δουλεμπόρων ή βασανιστών είναι λογικό, αφού κακώς είχαν αξιωθεί τέτοιας τιμής, το να αποκεφαλίζεις όμως αγάλματα του Χριστόφορου Κολόμβου, όπως συνέβη επανειλημμένα μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, συνιστά βίαιη χειρουργική επέμβαση στην ιστορία σου.

Για να το πούμε διαφορετικά: οι ιδέες λ.χ. περί φυσικής ανισότητας των ανθρώπων διατρέχουν ολόκληρη τη δυτική παράδοση: στην αρχαία Αθήνα ελάχιστοι άνθρωποι είχαν δικαιώματα (ελεύθεροι άνδρες μόνο, αθηναίοι πολίτες), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να κατεδαφίσουμε τον Παρθενώνα και να διαγράψουμε τους κορυφαίους τραγικούς. Ο Τζον Λοκ θεωρούσε ότι Ινδιάνοι και Αφρικανοί δεν είχαν δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ο Καντ παρουσίαζε τους Αφρικανούς ως προορισμένους για τη δουλεία, ενώ ο Βολταίρος πίστευε ότι οι Εβραίοι ήταν κατάλοιπα μιας προαδαμιαίας φυλής. Ποιος αμφισβητεί όμως τη συμβολή του Διαφωτισμού στη θεμελίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Οσο κι αν την ωραιοποιούμε ως κριτικό εργαλείο των μειονοτήτων (Λορ Μιρά), η πολιτικά μεροληπτική επανανάγνωση της ιστορίας δεν προκύπτει τυχαία. Προϋποθέτει:

α. Το τέλος της αυθεντίας. Τίποτα από το παρελθόν δεν περιβάλλεται από ιδιαίτερο κύρος – το αντίθετο: αυθεντία και αδιαφιλονίκητη αντικειμενικότητα έχει μόνο ο σημερινός ορίζοντας νοήματος, το αξιακό-αντιφατικό «εμείς», όπως σαρκώνεται ιστορικά στις μέρες μας. Θεωρούμε, δηλαδή, ότι το παρελθόν είναι ένας σιωπηλός κόσμος που στερείται λόγου, αν δεν του τον δώσουμε εμείς.

β. Προφανώς, το τέλος κάθε παλαιάς αυθεντίας εδράζεται πάνω στην απίσχνανση των ανθρωπιστικών σπουδών και ειδικά στην ελλειμματική αίσθηση της ιστορίας. Η εκ των υστέρων νοηματοδότησή της πάνω στην προκρούστεια κλίνη της σημερινής αξιακής ατζέντας και η ερμηνεία παρελθοντικών γεγονότων σαν να πρόκειται για αποπλαισιωμένες μυθιστορηματικές μυθοπλασίες αγνοεί ότι οι παλαιότερες ηθικές παραδόσεις παραμένουν ριζικά «ασύμμετρες» και «μη μεταφράσιμες» για τη δική μας αντίληψη. Εχει δίκιο ο Πιερ Ροζανβαλόν που παρατηρεί ότι συνιστά αφέλεια και μεταφυσική απλούστευση η αναγωγή των πάντων στα ανθρώπινα δικαιώματα – αυτό δηλαδή που κάνει η κουλτούρα ακύρωσης.

γ. Απέναντι στα ταυτοτικά διακυβεύματα που κυριαρχούν στη δημόσια μεταηθική συζήτηση, επικαλούμαστε συχνά ανίσχυρα κριτήρια, εννοιακά σπαράγματα του παρελθόντος που αποτελούν αποπλαισιωμένα θραύσματα παλαιότερων θεολογικών και τελεολογικών σχημάτων (Αλασντερ Μακιντάιρ). Είναι φυσικό λοιπόν να διαμορφώνονται έτσι περίκλειστες, στρατοπεδικού χαρακτήρα κοινότητες, που επαναπαύονται στην αυτοδικαιωτική ρητορική τους και δεν συνδιαλέγονται μεταξύ τους.

Κάθε επαναστατικό κίνημα, όπως η κουλτούρα ακύρωσης, κρύβει έναν ιακωβινικό ουτοπισμό, δεν διστάζει να λειτουργήσει «τρομοκρατικά» επικαλούμενο την ανθρώπινη πρόοδο. Οι κοινωνίες λειτουργούν με αντιπαραθέσεις, οι οποίες όμως θα πρέπει να καταλήγουν σε συναινέσεις. Οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τις ευαισθησίες των μειονοτήτων, με σεβασμό όμως στις επιτεύξεις του παρελθόντος που μας διαμόρφωσαν.

Ο Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής


Κάθε κοινωνία ζυγίζει τα έργα του παρελθόντος με νέες οπτικές

(Της Αννας Πατάκη)

Διαβάζω την ερώτησή σας ως αγωνία για το πόσο αυταρχικοί μπορεί να γινόμαστε στην προσπάθειά μας να αποτινάξουμε την καταπίεση από κάθε λογής αυταρχισμούς του παρελθόντος μας. Και χωρίς να είμαι καθόλου πιο ειδική από τους περισσότερους αναγνώστες της εφημερίδας σας, διατυπώνω κάποιες λίγες σκέψεις σχετικά.

Εχω την αίσθηση πως η ελληνική κοινωνία είναι, παρά τα φαινόμενα, σχετικά ανεκτική κι ίσως πιο ψύχραιμη από πολλές άλλες δυτικές κοινωνίες, σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται το παρελθόν ως πολιτισμικό σώμα. Επίσης, καθώς δεν είμαστε, και το ξέρουμε καλά, κυρίαρχη κουλτούρα, δεν νιώθουμε πως κουβαλάμε το βάρος της ευθύνης να είμαστε οι ταγοί στην όποια νέα κατάσταση πραγμάτων. Οπότε δεν ξεσκονίζουμε τη λογοτεχνία, την τέχνη και τον στοχασμό του παρελθόντος με τον ίδιο τρόπο.

Κάθε εποχή επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με το παρελθόν, γυρίζει πίσω για να ανακαλύψει κομμάτια του άγνωστα, εγκαταλείπει άλλα, για μικρό ή μεγάλο διάστημα, κρίνει τα έργα του παρελθόντος, κυρίως αυτά που θεωρεί πως υπήρξαν οι φορείς των κυρίαρχων λόγων, και τα ζυγίζει υπό νέες οπτικές. Και γι’ αυτό ποιος μπορεί, συμφωνεί ή διαφωνεί με τις κατά περίπτωση αναγνώσεις και κρίσεις, να ανησυχήσει; Το αντίθετο. Είναι μια διαδικασία σχεδόν φυσική, που σημαίνει σχεδόν απαραίτητη.

Η δαιμονοποίηση, η λογοκρισία ως διόρθωση στο όποιο όνομα, είναι που φαντάζει απειλητική, όχι για το παρελθόν, αλλά για το παρόν και το μέλλον. Απειλητική για τη νοοτροπία που διαμορφώνουμε, για την αντίληψή μας για το τι είναι τέχνη, για την ίδια την ιδέα που διαμορφώνουμε για την έννοια  ελευθερίας της έκφρασης αλλά και για την ίδια την έννοια του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού (ποιος μπορεί να διορθώνει/αλλάζει το έργο κάποιου που δεν είναι εν ζωή;). Αλλά και για το τι σημαίνει για μας πολιτισμός του παρελθόντος. Ποιος μας λέει, επίσης, πως οι άνθρωποι που έχουν υποφέρει, που ανήκουν σε ομάδες που έχουν για αιώνες υποφέρει, φοβούνται τα έργα αυτού του παρελθόντος; Πώς θα αντιδιαστέλλουμε ακόμη ακόμη και το σήμερα με το παρελθόν, που θέλουμε να αλλάξουμε, αν αυτό το τελευταίο το διορθώσουμε στο όποιο όνομα;

Ξαναδιάβασα πρόσφατα ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο γραμμένο πενήντα χρόνια πριν. Το θαύμασα και σκέφτηκα πως δικαίως διαβάζεται αδιάλειπτα πενήντα χρόνια τώρα. Συζητώντας με τον συγγραφέα, του μετέφερα τον ανανεωμένο μου ενθουσιασμό, σχολιάζοντας ένα σημείο που θα μπορούσε να ενοχλήσει κάποιους σήμερα. Δεν θα το γράφατε έτσι σήμερα, αλλά αυτό το βιβλίο γράφτηκε το 1974, θα ήταν σχεδόν ζαβολιά να το αλλάζατε, σωστά; Εννοείται, αυτό το βιβλίο γράφτηκε τότε, ανήκει στο τότε, με ό,τι αυτό σημαίνει, μου απάντησε χαμογελώντας.

Η Αννα Πατάκη είναι εκδότρια