Στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά από το οποίο «δανείστηκα» τον σημερινό τίτλο, επανενώνονται, κατά κάποιον τρόπο, οι τρεις σωματοφύλακες και ο Ντ’ Αρτανιάν. Στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια επέτειο που βιώνουμε τούτες τις μέρες καθώς το ημερολόγιο μάς θυμίζει τα τότε επιτεύγματα, δεν υπάρχει τίποτα το ενωτικό. Κάπως σαν τους κληρονόμους του πλούσιου θείου που, μετά τον θάνατό του και αφού τον μοιρολόγησαν, ανακάλυψαν ότι η περιουσία του είχε προ πολλού εξανεμιστεί. Και ξεσπάνε την απογοήτευσή τους για το «ταμείο» τους που θα παραμείνει άδειο αρχίζοντας τους καβγάδες μεταξύ τους.
Είκοσι χρόνια μετά και δεν έχω ακόμη καταλήξει (όχι ότι έχει καμία σημασία βέβαια) αν εκείνες τις μέρες του εθνικού μας κολοφώνα ζούσαμε, στην πραγματικότητα, το απόγειο της ακμής μας ή την αρχή της παρακμής μας – πάντα μου άρεσε η ιδέα ότι η κορύφωση συμπίπτει με την αρχή της πτώσης. Διότι ένα από τα πρώτα σημάδια της πτώσης, ίσως και το πιο σημαντικό, είναι ότι χάνεται το μέτρο. Κι εμείς, τότε, το είχαμε ήδη χάσει. Ποικιλοτρόπως.
Το είχαμε χάσει όταν, μέσα στο στάδιο, γιουχάραμε τους αμερικανούς δρομείς επειδή οι δικοί μας, ο Κεντέρης και η Θάνου, έπαιζαν ένα γελοίο κρυφτούλι με τις αθλητικές Αρχές για να μην πιαστούν με τη γίδα της ντόπας στα ούρα. Οι κορυφαίοι αθλητές μας έγιναν (και μας έκαναν) διεθνώς ρεζίλι αλλά εμείς θεωρούσαμε ότι για κάποιον (μεταφυσικό να υποθέσω) λόγο έφταιγαν οι Αμερικανοί.
Πρωτίστως όμως το μέτρο είχε χαθεί στην καθημερινότητά μας, μια καθημερινότητα επίπλαστη που νομίζαμε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Μια πραγματικότητα θεμελιωμένη πάνω σε μία ασύμμετρη άνοδο του Χρηματιστηρίου και σε διακοποδάνεια, μικρομέγαλη σαν κοριτσάκι με τακούνια, πασπαλισμένη με γκλίτερ που θεωρούσαμε ότι είναι «θείο φως». Επειδή είχαμε μάθει τη νουβέλ κιουζίν, τις μεταταβέρνες, τον αποδομημένο μουσακά και τη μους μαύρου σκόρδου (που παλιά τη λέγαμε σκορδαλιά) νομίζαμε ότι ήμασταν όχι απλώς πλούσιοι αλλά και αριστοκράτες. Και τώρα που το σκέφτομαι, θεωρώ ότι κουβαλώντας, ως κυτταρική μνήμη, την εθνική μας πείνα, πάνω από πιάτα με ακατανόμαστες παρασκευές άρχισαν να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα. Το τι χρυσοπληρωμένες αηδίες φάγαμε εκείνη την εποχή, δεν λέγεται. Το μαρτυρά το πλήθος των περιοδικών που κυκλοφορούσαν τότε και που υποτίθεται ότι θα μας αναβάθμιζαν γαστρονομικά. Η αστακομακαρονάδα δεν ήταν απλώς ένα σύμβολο, ήταν η ουσία. Το απωθημένο του «πεινασμένου», που ακόμη κι αν δεν βιώσει από πρώτο χέρι την πείνα, έχει μεγαλώσει με ιστορίες γι’ αυτήν.
Με εκείνη τη φόρα ζήσαμε για τα επόμενα τρία – τέσσερα χρόνια. Είχε αρχίσει να βρέχει, έσταζε η στέγη μας και εμείς νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στο αίθριο. Και δεν είναι μόνο ότι ξοδεύαμε ό,τι είχαμε αλλά κυρίως ό,τι δεν είχαμε ή ό,τι νομίζαμε ότι είχαμε, αλλά χτυπάγαμε και κάτι τεράστιες αμοιβές, εκτοξεύοντας, με σαϊτιά όμως, την αντικειμενική μας αξία. Οπως είχε επισημάνει τότε ο Μένης Κουμανταρέας, «πλουτύναμε» τόσο γρήγορα που δεν είχαμε προλάβει να αναπτύξουμε τον πολιτισμό του πλούτου. Μέχρι που έσκασε η κρίση στα μούτρα μας.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες
Οι παλιοί πλούσιοι, τα «τζάκια» όπως έλεγαν κάποτε, όταν ξέπεφταν προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τα προσχήματα, να μείνουν ίδιοι, να μην αλλάξουν κάτι στη συμπεριφορά τους. Είναι καταγεγραμμένο και σε παλιές ελληνικές ταινίες όπως, για παράδειγμα, στο αριστουργηματικό «Τελευταίο ψέμα» του Κακογιάννη. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως όταν φτωχαίνει ο νεόπλουτος, όταν προσγειώνεται απότομα εκείνος που πίστεψε ότι η μικροεπιτυχία του θα κρατήσει για πάντα. Οταν στο τσακ δεν προλαβαίνει να χτιστεί η πισίνα και το καινούργιο εξοχικό μένει στα μπετά.
Αυτός κακιώνει, φαντασιώνεται εχθρούς, γίνεται τοξικός. Και ψάχνει μια ιδεολογία στα μέτρα της κακίας του που μπορεί μεν να οφείλεται σε πίκρα αλλά δεν παύει να είναι μολυσματική. Θεωρώ ότι κάτι ανάλογο συνέβη και σε εμάς. Και είκοσι χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, είμαστε πιο κακιασμένοι και πιο μίζεροι. Οπως έμειναν αναξιοποίητα τα ολυμπιακά ακίνητα, το ίδιο αναξιοποίητο έμεινε και το φρόνημα εκείνων των ημερών.