Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αρετή, επιβραβεύεται η εντιμότητα και πρυτανεύει το δημόσιο συμφέρον, οι αμερικανικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου θα ήταν περίπατος. Ενας μεγιστάνας που έχει καταδικαστεί δύο φορές, υποκίνησε μια εξέγερση κατά της δημοκρατίας και διακρίνεται για τον ρατσιστικό, ξενοφοβικό και μισογυνικό του λόγο θα έχανε άνετα από μια πολιτικό που ξεπέρασε τις οικογενειακές της δυσκολίες, υπερασπίστηκε με πάθος ως εισαγγελέας τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και υπόσχεται να ενώσει τη χώρα. Το ότι είναι γυναίκα δεν θα αποτελούσε ταμπού. Το ότι έχει μαύρο χρώμα δεν θα πρόσφερε όπλα στους αντιπάλους της. Το ότι είναι φιλελεύθερη δεν θα ήταν κάτι «αμφιλεγόμενο».

Αλλά ο κόσμος μας δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Εννοιες όπως ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη ή αξιοκρατία δεν έχουν οικουμενικό περιεχόμενο. Κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας τριγύρω, βλέπουμε όλο και συχνότερα τους «κακούς» να κερδίζουν τους «καλούς», για να δανειστούμε την έκφραση της αμερικανίδας ιστορικού Αν Απλμπομ.

Σε μια τέτοια συγκυρία, είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς την πραγματική απήχηση των ομιλιών της Μισέλ και του Μπάρακ Ομπάμα στο συνέδριο των Δημοκρατικών. Εκείνη έδωσε έμφαση στην προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να ενσπείρει στους ψηφοφόρους τον φόβο. Εκείνος τόνισε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα πρεσβεύει μια «ευρεία ιδέα ελευθερίας» (που περιλαμβάνει την ελευθερία να αναπνέει κανείς καθαρό αέρα, να πίνει καθαρό νερό και να στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο χωρίς να ανησυχεί μήπως δεν γυρίσουν σπίτι) και την αρχή της «μη επέμβασης» (που επιτρέπει στους Αμερικανούς να αποφασίζουν ποιον θεό λατρεύουν, πώς είναι η οικογένειά τους, πόσα παιδιά έχουν ή ποιον παντρεύονται). Το κακό είναι ότι, στη μια χώρα μετά την άλλη, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων δείχνει να έχει ανάγκη και από τον αυταρχισμό και από τον φόβο.

Aυτό που προσπάθησε στην πραγματικότητα να κάνει ο Ομπάμα το βράδυ της Τρίτης είναι να απαλλάξει το κόμμα του από το στίγμα του παρεμβατισμού, που το βαραίνει εδώ και δεκαετίες. Εκείνοι που προσπαθούν να παρεμβαίνουν στη ζωή των πολιτών, είπε, δεν είναι πλέον οι Δημοκρατικοί, αλλά οι Ρεπουμπλικανοί. Αυτοί, από κοινού με διάφορα χριστιανικά εθνικιστικά ρεύματα, θέλουν να επιβάλουν έναν ενιαίο ορισμό της ζωής, της οικογένειας, του έρωτα. Οπως έλεγε όμως ένας Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, ο Αβραάμ Λίνκολν, «όσοι αρνούνται την ελευθερία για τους άλλους δεν την αξίζουν για τον εαυτό τους».

Να άλλος ένας λόγος που είναι αποφασιστικής σημασίας η νίκη της Κάμαλα Χάρις τον Νοέμβριο: γιατί μαζί της θα θριαμβεύσει μια συγκεκριμένη οπτική της ελευθερίας. Την ίδια οπτική, παρεμπιπτόντως, υπερασπίστηκαν και στην Ελλάδα όσοι τάχθηκαν χωρίς επιφυλάξεις υπέρ της νομιμοποίησης του γάμου των ομοφύλων. Κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να αναρωτιέται μήπως λάθεψε ή βιάστηκε, όπως του λένε κάποιοι από το περιβάλλον του, ας βάλει να ακούσει τον Ομπάμα.