Οι πυρκαγιές δεν είναι ελληνική… αποκλειστικότητα. Ταλαιπωρεί όλη τη Μεσόγειο, αλλά και την Πορτογαλία. Πρόβλημα χωρίς πολλές λύσεις. Οι Λουζιτανοί πάντως το προσπαθούν. Λαγός από το καπέλο έχουν αποδειχθεί οι… κατσίκες. Είναι μια πρωτοβουλία για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Συγκεκριμένα, οι κατσίκες χρησιμοποιούνται για να βοσκήσουν τη βλάστηση σε δασικές περιοχές, με αποτέλεσμα να μειώνεται η πυκνότητα που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει φωτιές.

Η ιδέα είναι ότι οι κατσίκες μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα φυσικό εργαλείο, καθαρίζοντας το έδαφος από ξερή βλάστηση που είναι εύφλεκτη. Αυτή η πρακτική θεωρείται φιλική προς το περιβάλλον και πιο βιώσιμη σε σχέση με άλλες μεθόδους διαχείρισης των δασών.  Τα αμνοερίφια τρώνε τη χαμηλή βλάστηση και τα ξερά φυτά, τα οποία μπορούν εύκολα να αναφλεγούν κατά τη διάρκεια των θερμών και ξηρών μηνών. Με τη μείωση αυτής της καύσιμης ύλης μειώνεται και ο κίνδυνος για megafire. Καθώς οι κατσίκες τρώνε επιλεκτικά τα φυτά, ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μιας ποικιλίας φυτικών ειδών, κάτι που μπορεί να βοηθήσει (και) στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου ποικίλλει ανάλογα με παράγοντες όπως η πυκνότητα της βλάστησης, η έκταση της περιοχής και η σωστή διαχείριση των κοπαδιών. Επίσης, αυτή η μέθοδος δεν μπορεί να αντικαταστήσει εντελώς άλλες πρακτικές διαχείρισης δασών. Μπορεί όμως να αποτελέσει συμπληρωματική στρατηγική σε ένα συνολικό πλάνο πρόληψης πυρκαγιών.

Στην Πορτογαλία κατσίκια έχουν. Το πρόβλημα είναι οι βοσκοί. Η απουσία τους μαζί με την υποβάθμιση της κτηνοτροφίας και των αγροτικών παραγωγών άφησε τα δάση χωρίς την κατάλληλη φροντίδα, γεγονός που ευνόησε την ταχύτερη εξάπλωση των πυρκαγιών. Το επάγγελμά τους έχει χάσει σε δημοτικότητα και οι νέες γενιές δεν ενδιαφέρονται να το ασκήσουν. Αυτό καθιστά δύσκολη τη διαχείριση μεγάλων κοπαδιών κατσικών σε εκτεταμένες δασικές εκτάσεις. Η διαχείριση απαιτεί χρόνο, εξειδίκευση και πόρους. Οι βοσκοί πρέπει να φροντίζουν για την υγεία των ζώων, να διαχειρίζονται τις μετακινήσεις τους και να εξασφαλίζουν ότι τα ζώα βοσκούν στις σωστές περιοχές. Αυτό είναι κοστοβόρο και απαιτεί συνεχή παρακολούθηση.  Οι κατσίκες πάντως τρώνε όλη την τοπική βλάστηση, συμπεριλαμβανομένου ενός φυτού του οποίου οι καρποί χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους για την παραγωγή του λικέρ που ονομάζεται «Aguardente de medronhos». Τα φύλλα αυτού του δέντρου είναι επίσης «εξοπλισμένα» με μια κολλώδη προστατευτική μεμβράνη που πιάνει εύκολα φωτιά, αλλά για τις κατσίκες είναι τροφή που αξίζει τον κόπο της αναρρίχησης στα βουνά. Η χρήση κατσικών για βόσκηση έχει έρθει σε σύγκρουση με άλλες χρήσεις της γης, όπως η γεωργία και οι τουριστικές δραστηριότητες.

Ενα ακόμη πρόβλημα που έχει προκύψει είναι ότι οι κατσίκες (και όλα τα αιγοπρόβατα) για τη διαχείριση δασών (ακόμη και σε δυσπρόσιτες περιοχές) δεν είναι πάντα οικονομικά βιώσιμη για τους βοσκούς. Πολλοί έχουν παραπονεθεί ότι δεν υπάρχει επαρκής οικονομική υποστήριξη ή αποζημίωση από τις τοπικές αρχές (κάτι μας θυμίζει). Οι υποσχέσεις δεν τηρήθηκαν για όλους. Τα λεφτά σε κάποιες περιπτώσεις ούτε πολλά ήταν μήτε δόθηκαν (όλα). Η ιδέα δεν είναι ελκυστική για όλους. Πολλοί προτιμούν τα τουριστικά επαγγέλματα από το να γυρίσουν στα βουνά.

Οι Πορτογάλοι πάντως δηλώνουν ικανοποιημένοι. Δεν τα περιμένουν όλα από τα αθώα κατσικάκια. Γνωρίζουν ότι οι προσπάθειες απαιτούν συνεχή υποστήριξη. Η έλλειψη κατάλληλων υποδομών, όπως περιφράξεις ή ασφαλείς περιοχές για τη διαμονή των κοπαδιών, γραφειοκρατία και αργή διαδικασία έγκρισης και συντονισμού μεταξύ των τοπικών και κεντρικών αρχών δεν είναι ελληνικά «προνόμια».