Ο χρόνος λειαίνει τις «επιφάνειες» και τις «γωνίες» και η νοσταλγία είναι το καλύτερο «μακιγιάζ» για τις εποχές. Το βλέμμα προς τα πίσω είναι εξωραϊστικό. Αναπολούμε εποχές που δεν ζήσαμε διότι τις φανταζόμαστε αθώες, γουστόζικες, αυθεντικές και καλοσυνάτες. Η απόσταση που μεσολαβεί μας κάνει να βλέπουμε το παρελθόν σαν έναν όμορφο κόσμο, σχεδόν ηθικό και, σίγουρα, πιο αγγελικά πλασμένο από τον δικό μας. Θεωρούμε ότι η εποχή μας είναι σκληρή, αδυσώπητη, ότι εγκλωβισμένοι μέσα σε πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά πάθη είμαστε έτοιμοι να συγκρουστούμε, να κατασπαράξουμε ο ένας τον άλλον. «Φταίνε τα σόσιαλ μίντια επειδή καλλιεργούν τα πάθη και την εχθροπάθεια», λέμε. Γιατί όμως εγώ πιστεύω ότι, αν δεν ήταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα αλληλοχαστουκιζόμαστε στους δρόμους; Και αντί για την «κουλτούρα της ακύρωσης» θα είχαμε σε κάποιες περιπτώσεις την «κουλτούρα της σφαίρας»;

Βλέπουμε, για παράδειγμα, τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αυτές τις μορφές, αυτούς τους ηθοποιούς που ταυτίζουμε με τους καλοκάγαθους – έστω κι αν ήταν πονηρούτσικοι – ρόλους τους. Και φανταζόμαστε μια εποχή όπου ακόμη και η φτώχεια ήταν, κατά κάποιον τρόπο, περιποιημένη, παρήγε μεν τη σχετική αγωνία αλλά, συγχρόνως, και ευθυμία και καλή καρδιά. Κατά βάθος όμως ξέρουμε ότι δεν ήταν έτσι, δεν μπορεί να ήταν έτσι.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Βασίλη Αυλωνίτη. Μία από τις πιο συμπαθείς, καλοκάγαθες και εκφραστικές φιγούρες του ασπρόμαυρου σινεμά. Πληθωρικός, χειμαρρώδης, ο αγαπημένος μας αλλήθωρος «Γύλος» από τη «Σωφερίνα» μάς κάνει ακόμη να γελάμε μόλις εμφανιστεί στην οθόνη. Και όμως, στα νιάτα του υπήρξε μέγας γόης του ελληνικού θεάτρου. Και συνδεδεμένος με μία… απόπειρα δολοφονίας επί σκηνής μπροστά στα μάτια των θεατών.

Τον Αύγουστο του 1931 ο Αυλωνίτης ήταν 27 ετών, πρωθυπουργός της χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Εθνικός Διχασμός κρατούσε ακόμη «διηρημένους τους Ελληνες». Στο θέατρο Περοκέ παιζόταν η επιθεώρηση «Κατεργάρα» των Κίμωνα Καπετανάκη και Μίμη Κατριβάνου. Εκείνο το Σάββατο 23 Αυγούστου, η παράσταση άρχιζε στις δέκα και μισή και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ήταν το φινάλε του πρώτου μέρους (απίστευτα, για τα σημερινά δεδομένα, θεατρικά ωράρια) με ένα νούμερο που σατίριζε γενικά την πολιτική και ειδικά την κυβέρνηση. Ολος ο θίασος επί σκηνής, αλλά πριν προλάβει ο Αυλωνίτης να ολοκληρώσει την ατάκα «Από τον Βενιζέλο βγήκε η αλήθεια και από τους υπουργούς τα κολοκύθια» ανέβηκαν στη σκηνή τρεις άνδρες κουμπουροφόροι και μαγκουροφόροι, βενιζελικοί παρακρατικοί που θεώρησαν αυτά τα λόγια προσβλητικά για τον πρωθυπουργό. Αρχικά, το κοινό πίστεψε ότι είναι μέρος της παράστασης, μέχρι όμως να πέσει ο πρώτος πυροβολισμός που σημάδευε τον Αυλωνίτη. Ο ηθοποιός το αντιλήφθηκε, έπεσε κάτω για να τον αποφύγει και η σφαίρα βρήκε κατάστηθα τον μηχανικό σκηνής Παναγιώτη Μωραΐτη που ξεψύχησε ύστερα από λίγη ώρα.

Ο Αυλωνίτης κλειδώθηκε στο καμαρίνι του, έβγαλε τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, πήδηξε από το παράθυρο για να ξεφύγει, έσπασε το πόδι του και βρήκε καταφύγιο στο πλαϊνό ζυθοπωλείο. Εν τω μεταξύ, στο θέατρο επικράτησε πανζουρλισμός, έπεσαν κι άλλοι πυροβολισμοί, μπούκαραν κι άλλοι παρακρατικοί, έφτασε η Αστυνομία και συνέλαβε τον 28χρονο Ανδρέα Δικοδίνιμο, ο οποίος σχεδόν λιντσαρίστηκε κατά τη μεταφορά του στο αστυνομικό τμήμα. Το περιστατικό αυτό ήταν η αφορμή να ψηφιστεί ο νόμος «περί Τύπου» και να εφαρμοστεί η «προληπτική λογοκρισία» στα θεατρικά κείμενα.

Ο γόης του Μεσοπολέμου

Πριν καλά καλά να προλάβει να συνέλθει από το σοκ της επίθεσης ωστόσο, ο Αυλωνίτης έγινε ο «ήρωας» ενός άλλου σκανδάλου, ερωτικού αυτήν τη φορά. Αν και φρεσκοπαντρεμένος με τη χορεύτρια Πόπη Εξηνταβελώνη, ερωτεύτηκε παράφορα μια θαυμάστριά του, τη Νίτσα Παπαδοπούλου, πλούσια χήρα εξ Αιγύπτου. Και τον Νοέμβριο του 1931 έφυγε μαζί της για το Παρίσι, αφήνοντας μία επιστολή στη γυναίκα του που έκανε τον γύρο των εφημερίδων και των αθηναϊκών σαλονιών. Επέστρεψε στην Ελλάδα λίγα χρόνια αργότερα, παντρεμένος με την Ελληνογαλλίδα Γιογιό, με την οποία απέκτησε τα δύο του παιδιά. Και όπως είχε εκμυστηρευτεί στον αδελφικό του φίλο Αλέκο Σακελλάριο, δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει τις τύψεις για τον άνθρωπο που, στη σκηνή του Περοκέ, έφαγε τις σφαίρες οι οποίες προορίζονταν για τον ίδιο.