Μια από τις συνηθέστερες κριτικές που ασκήθηκαν στους θεωρητικούς που εντάσσουμε στο ρεύμα του δομισμού είναι ότι παρουσιάζοντας την κοινωνική πραγματικότητα ως οριζόμενη από κοινωνικές δομές (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές) που όχι μόνο δρουν «πίσω από την πλάτη» των υποκειμένων, αλλά και τα καθορίζουν, συγκροτώντας ουσιαστικά, από τη στιγμή που «εσωτερικοποιούνται» ως κοινωνικές νόρμες, την ίδια τους την υποκειμενικότητα, δεν υπάρχει περιθώριο για την αντίσταση, για την ατομική και συλλογική δράση που δοκιμάζει να συγκρουστεί με τις επικρατούσες σχέσεις εξουσίας και να ενεργοποιήσει διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού, οδηγώντας σε κοινωνίες χειραφετημένες από τις μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, ο Γιοσιγιούκι Σάτο επιστρέφει σε τέσσερις στοχαστές που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συζήτησαν κριτικά με το στρουκτουραλιστικό ρεύμα, όμως ταυτόχρονα δοκίμασαν να στοχαστούν τη δυνατότητα της αντίστασης και του μετασχηματισμού. Αυτό είναι το αντικείμενο του βιβλίου του «Εξουσία και αντίσταση. Φουκώ, Ντελέζ, Ντεριντά, Αλτουσέρ», που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2007, στα αγγλικά το 2022 και φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πλέθρον, σε μετάφραση του Ξενοφώντα Μπαμιατζόγλου.
Ο διαχωρισμός του Σάτο
Αντιμετωπίζοντας τους τέσσερις στοχαστές θεωρητικούς υπό το πρίσμα ότι στοχάστηκαν την αντίσταση στην εξουσία και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ο Σάτο διαχωρίζεται από μια εύκολη πολεμική που κατηγορεί π.χ. τον Ντελέζ για νιτσεϊκής έμπνευσης ανορθολογισμό, τον Ντεριντά για υπονόμευση της ορθολογικής σκέψης, τον Φουκώ για πρώιμο νεοφιλελεύθερο και τον Αλτουσέρ για απολογία του σταλινισμού. Κάνει, όμως, και μια βασική μεθοδολογική διάκριση. Θεωρεί ότι στην περίπτωση του Ντελέζ (ιδίως στη συνεργασία με τον Γκουαταρί) και στον Φουκώ το επίδικο είναι ο μετασχηματισμός των υποκειμένων, η αποκαθυπόταξή τους και η απελευθέρωση των πρακτικών τους, ενώ στον Ντεριντά και τον Αλτουσέρ η δυνατότητα να ενσωματωθεί μέσα στην ίδια την έννοια των δομών, μια ριζική ενδεχομενικότητα, άρα και δυνατότητα μετασχηματισμού, ακριβώς στη βάση της δραστικότητας των αντιστάσεων.
Στην περίπτωση του Φουκώ ο Σάτο εντοπίζει ως πρώτη απορία της σκέψης του, τουλάχιστον μέχρι και τον πρώτο τόμο της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας», το γεγονός ότι παρότι παραδέχεται τη διαρκή επενέργεια των αντιστάσεων στην εξουσία, ουσιαστικά μια διαρκή συνύφανση εξουσίας και αντίστασης, εν τέλει κατατείνει προς μια θεώρηση όπου το υποκείμενο είναι πάντα το αντικείμενο της επένδυσης εξουσίας και η πειθαρχική εξουσία διαρκώς εξουδετερώνει τις αντιστάσεις του. Σε αυτό το φόντο – και σε πείσμα αναγνώσεων που διαπιστώνουν έως και «νεοφιλελεύθερη στροφή» καθώς ο Σάτο προσφέρει μια υποδειγματική ανάγνωση των διαλέξεων του Φουκώ πάνω στον νεοφιλελευθερισμό – η μετατόπιση του ύστερου Φουκώ στα ερωτήματα της αισθητικής της ύπαρξης και της ηθικής του υποκειμένου συνιστά προσπάθεια στοχασμού εκείνης της ιστορικής ενδεχομενικότητας που συνιστά έμπρακτη χειραφετητική κριτική στην κυβερνητικότητα. Ουσιαστικά, στον Φουκώ ο Σάτο αναγνωρίζει τη δυνατότητα μιας συλλογικής αποκαθυπόταξης, μια «αντιποιμαντική επανάσταση» (καθώς ο Φουκώ επιμένει στον «ποιμαντικό» χαρακτήρα της εξουσίας), που σημαίνει ότι τα υποκείμενα αρνούνται να κυβερνηθούν και διεκδικούν μια αυτόνομη συλλογική υποκειμενικότητα.
Στην περίπτωση των Ντελέζ και Γκουαταρί ο «Αντι-Οιδίπους» αποτυπώνει μια κριτική στο ίδιο το φροϊδικό (και λακανικό) σχήμα, που όμως πατάει πάνω σε αυτό. Αντί για τη φροϊδική τοπική του σχήματος Εγώ-Υπερεγώ και την αναπαραγωγή της δυνατότητας κυριαρχίας της ανώτερης βαθμίδας (άρα και της εσωτερίκευσης των σχέσεων εξουσίας), αντιπροτείνουν την πολλαπλότητα ενός αποκεντρωμένου υποκειμένου και τη διαρκή παραγωγικότητα της ασυνείδητης επιθυμίας που ορίζει όχι μόνο τη διαρκή δυνατότητα συλλογικής αντίστασης στην εξουσία αλλά και τον μετασχηματισμό της υποτελούς ομάδας σε ομάδα-υποκείμενο.
Διαβάζοντας προσεκτικά τα κείμενα του Ντεριντά για τον Φρόιντ (και τον Λακάν), ο Σάτο επισημαίνει ότι αυτό που θα μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις κυριαρχίας πρέπει να οριστεί ως ένα πέραν της ενόρμησης θανάτου, πέραν της ωμότητας, πέραν της διάθεσης κυριαρχικού ελέγχου. Αυτό παίρνει στον Ντεριντά τη μορφή μιας στρατηγικής που ορίζεται ως η αντίσταση της μη αντίστασης και αποτυπώνεται σε χειρονομίες όπως το δώρο, η συγχώρεση, η φιλοξενία. Ειδικά η φιλοξενία ορίζεται ως η απεριόριστη αποδοχή των άλλων εντός της κοινωνίας (των μεταναστών αλλά και όλων των «άλλων») που υπονομεύει την ωμότητα της κρατικής κυριαρχίας και δίνει σχήμα σε μια «ελευσόμενης δημοκρατίας» που μπορεί να οριστεί ως «αντίσταση στο πεπρωμένο» και ως ένα «μεσσιανικό χωρίς μεσσιανισμό».
Η θεωρία της ιδεολογίας
Ερχόμενος στο έργο του Λουί Αλτουσέρ, ο Σάτο στέκεται στη θεωρία της ιδεολογίας και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Επισημαίνει τη ρήξη με τον Λακάν που αποτυπώνεται στην έμφαση στις πρακτικές ως μηχανισμό ιδεολογικής συρραφής και τελικά καθυπόταξης που όμως, ταυτόχρονα, καθώς διαπερνιούνται από τον κοινωνικό ανταγωνισμό επιτρέπουν την αντίσταση στην κυρίαρχη ιδεολογία, καθώς η αντίσταση ενυπάρχει στον μηχανισμό της ιδεολογικής έγκλησης. Υπογραμμίζει παράλληλα την καθοριστική στον Αλτουσέρ «αντιστροφή» μιας παραδοσιακής εκδοχής υλιστικής διαλεκτικής. Γιατί παρά την παραδοχή του «σε τελική ανάλυση» καθορισμού από το οικονομικό επίπεδο, ο Αλτουσέρ υπογραμμίζει όχι μόνο τη ριζική ενδεχομενικότητα της εικονογραφίας της συνάντησης, αλλά και την απρόβλεπτη συμβαντικότητα του πολιτικού επιπέδου, ως πεδίου μετάθεσης και συμπύκνωσης των αντιφάσεων, που μέσα στη συγκυρία μπορεί να πάει πέραν του πρωτείου της «οικονομικής αναγκαιότητας» και άρα να επιτρέψει τη ρήξη και τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Το πρωτείο της αντίστασης
Το κοινό νήμα όλων των στοχαστών που συζητά ο Σάτο είναι η διαρκής δυνατότητα των κοινωνικών αντιστάσεων, μια φιλοσοφία της «ενεργής πραγματικότητας» που μας επιτρέπει να αναζητήσουμε μια ριζικά δημοκρατική και εγκάρσια αντι-εξουσία, τη δυνατότητα «δυναμικής γένεσης» νέων υποκειμενικοτήτων και νέων κοινωνικών μορφών ως αντίδοτο σε έναν νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό που απεργάζεται ταυτόχρονα τη γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια και τον ορατό κίνδυνο περιβαλλοντικής καταστροφής.