«Why don’t we do it in the road?» – «γιατί δεν το κάνουμε στον δρόμο;» – αναρωτιόντουσαν οι Μπιτλς στο αριστουργηματικό τους «λευκό» άλμπουμ. Ο Πολ Μακάρτνεϊ είχε εμπνευστεί, λένε, το συγκεκριμένο τραγούδι όταν αντίκρυσε σε ένα ταξίδι στην Ινδία δυό μαϊμουδάκια να ερωτοτροπούν εν μέση οδώ, αδιαφορώντας παγερά για όποιο ξένο βλέμμα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η σεξουαλική επανάσταση βρισκόταν στα φόρτε της. Οι νέοι λαχταρούσαν να αποτινάξουν κάθε ταμπού, να βιώσουν την απόλυτη ελευθερία. Και ο στοιχειώδης ακόμα σεβασμός της δημοσίας αιδούς εκλαμβανόταν ως οπισθοδρόμηση, αν όχι και ως υποκρισία. Το εκκρεμές στις μέρες μας έχει φτάσει στο αντίθετο άκρο. Δεν χρειάζεται ένα ζευγάρι να συνουσιαστεί, αρκεί να φιληθεί σε κοινή θέα και θα βρεθούν κάμποσοι να θιχτούν. Να το θεωρήσουν ασυγχώρητη επίδειξη μιας ευδαιμονίας που οφείλει να παραμένει αυστηρά ιδιωτική ώστε να μη φαλτσάρει όχι με τα χρηστά ήθη, μα με τη μαζική κατάθλιψη, η οποία είναι τόσο του συρμού. «Δεν κοκκινίσατε για την ευτυχία σας; Δεν κρατήσατε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;» θα παραφράσουν τους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του ποιητή που στα άπαντά του δυσκολεύεσαι να βρεις μια αχτίδα φωτός.
Υποτασσόμαστε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Διαλέγουμε, αν μη τι άλλο, τις μάχες που δίνουμε. Γιατί να υμνήσουμε την έκπαγλη ομορφιά του Αλέν Ντελόν; Για να πεταχτεί κάποιος και να μας υπενθυμίσει πως υπήρξε ακροδεξιός, αν όχι και φασίστας; Οτι κακοφερόταν στις γυναίκες του και στα παιδιά του; Να αρχίσουμε να καβγαδίζουμε με αφορμή τον μακαρίτη, που όλη η ζωή όλων μας ήταν ένα Σαββατοκύριακο δικό του; Ασε καλύτερα, μη μας κολλήσουν κι εμάς καμιά ρετσινιά…
Σπανίως βρίσκεις σήμερα άνθρωπο που να απολαμβάνει τη φάση του αδιαφορώντας για τυχόν αντιδράσεις. Κι αν ψάχνεις για κοινωνικές ομάδες, θα πρέπει να κοιτάξεις προς το λεγόμενο περιθώριο. Τους απόκληρους, τους ανέστιους, εκείνους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Ή τους Ρομά. Το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας – σήμα κατατεθέν της «πάπιας που κορφολούζεται στου Ιονίου τα νερά» – είναι ένα τεχνητό νησάκι. Για λόγους αμυντικούς, για να αποκρούονται ευκολότερα οι επιδρομείς, σκάφτηκε προ αιώνων μια τάφρος και γέμισε με θαλασσινό νερό. Εκεί ακριβώς, στα χόρτα πλάι στο κύμα, έστρωσαν ένα βράδυ δυο Ρομά σεντόνι. Και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Οπως το ακούτε. Κάτω από τα πόδια των επισκεπτών του φρουρίου. Σε χώρο δημόσιο, ιδιαίτερης μάλιστα ιστορικής σημασίας. Σχεδόν σαν να κατασκηνώνεις μέσα στον Παρθενώνα.
Εκπληκτοι οι φύλακες τους βρήκαν το επόμενο πρωί. Κοιτάζω τις φωτογραφίες που τράβηξαν. Ο άντρας, ημίγυμνος, σε εμβρυακή στάση, ροχαλίζει του καλού καιρού. Η γυναίκα μισοσκεπασμένη, χύνονται τα κοκκινωπά μαλλιά της στο μαξιλάρι, διακρίνεται η τιράντα του σουτιέν. «Τι γυρεύετε εδώ;». «Γιατί; Τι είναι εδώ;» ρώτησαν μαχμουρλήδες, με θράσος αφοπλιστικό. «Μόνο που δεν μας ζήτησαν οι βουρλισμένοι καφέ!». Οι Κερκυραίοι ανέχονται – ή μάλλον σέβονται – τον άλλον εφόσον η ιδιορρυθμία του δεν τους βλάπτει. Σιγά μην έμπαιναν στον κόπο να τους απομακρύνουν διά της βίας.
Την επομένη κόντεψε να συμβεί μεγάλο κακό. Ενας τρίτος Ρομά, για να δροσιστεί προφανώς, βούτηξε στη θάλασσα. Ελα που δεν ήξερε κολύμπι! Και ήταν συν τοις άλλοις και κωφός! Πανικόβλητοι οι φίλοι του φώναξαν ό,τι περισσότερο αποφεύγουν. Την αστυνομία. Σώθηκε ο άνθρωπος την τελευταία στιγμή, πήρε και το μάθημά του… «Ποιο μάθημα, ψυχή μου; Δεν έχουν τον Θεό τους τα ανεσίσταγα, ικανός είναι να το ξανακάνει! Ενας άλλος της φάρας τους κατέβηκε λαθραία στο ξεροπήγαδο, δέκα μέτρα βάθος – πώς δεν γκρεμίστηκε, πώς δεν σκοτώθηκε; Γιατί νομίζεις; Του είχαν γυαλίσει τα κέρματα που πετούν οι τουρίστες και κάνουν ευχές. Τα είχε νομίσει τα πενηνταράκια για χρυσά φλουριά! Κόλλησε στον πάτο, είδαμε και πάθαμε για να τον τραβήξουμε».
«Ζουν όπως λάχει, έξω νου και νόμου…» παρατήρησα. «Ζουν κατά τύχη! Είναι ευτυχώς, συνήθως, πολύ τυχεροί».