Η λειψυδρία αναγνωρίζεται ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας το φετινό καλοκαίρι. O ήπιος φετινός χειμώνας έφερε λίγες βροχές και ακόμα λιγότερο χιόνι, δημιουργώντας μεγάλες δυσκολίες, ειδικά στις νησιωτικές περιοχές που έχουν περιορισμένες επιλογές για την άντληση νερού.

Παράλληλα, η ζήτηση έχει αυξηθεί σημαντικά και εξαιτίας της τουριστικής κίνησης, που παρουσίασε αύξηση 15,5% στο α’ εξάμηνο του 2024, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου, η Ελλάδα υποδέχθηκε 11,6 εκατ. τουρίστες από ξένες χώρες, ενώ μόνο τον Ιούνιο επισκέφθηκαν τη χώρα μας 4,7 εκατ. άτομα.

Ο συνδυασμός μειωμένης προσφοράς νερού και αυξημένης ζήτησης μοιάζει να είναι μια εικόνα από το μέλλον. Η κλιματική κρίση, που όλο και συχνότερα χτυπά τη χώρα μας με ακραία καιρικά φαινόμενα, παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας και καύσωνες, ήδη δείχνει τα δόντια της. Τον Ιούνιο οι βροχοπτώσεις ήταν πολύ χαμηλότερες από τους μέσους όρους της τελευταίας 15ετίας (2007 – 2023).

Μάλιστα, στην Αθήνα δεν έπεσε ούτε στάλα βροχής, ενώ ακόμα και στα βροχερά Ιωάννινα, το ύψος του υετού του Ιουνίου δεν ξεπέρασε τα 34 χιλιοστά, ενώ ο μέσος όρος του μήνα για την περίοδο 2007 – 2023 ήταν 65 χιλιοστά. Λίγο νοτιότερα, στην Αρτα, τον Ιούνιο του 2024 έπεσαν μόλις 0,4 χιλιοστά βροχής, ενώ ο μ.ό. της προηγούμενης 15ετίας υπολογίζεται σε 43 χιλιοστά.

Αποθέματα

Η φετινή κακή χρονιά σε ό,τι αφορά τον όγκο των βροχοπτώσεων αντανακλάται άλλωστε και στα στοιχεία της ΕΥΔΑΠ για τα αποθέματα νερού στους ταμιευτήρες του Μόρνου, της Υλίκης, του Μαραθώνα και του Εύηνου. Συγκεκριμένα, οι ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ είχαν περίπου 705 εκατ. κυβικά μέτρα (m3) νερού στις 20 Αυγούστου, που είναι η χαμηλότερη τιμή που καταγράφεται τη συγκεκριμένη ημερομηνία από το 2008. Η περίοδος αυτή, δηλαδή προτού αρχίσουν τα «πρωτοβρόχια», είναι και η πιο άνυδρη του έτους.

«Τα αποθέματα του Μόρνου παρουσιάζουν σημαντική κάμψη, ενώ τα συνολικά αποθεματικά στους ταμιευτήρες τις ΕΥΔΑΠ είναι φέτος κατά περίπου 30% χαμηλότερα σε σχέση με πέρυσι» επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ). Οπως λέει ο ίδιος, και η περσινή χρονιά ήταν κακή σε ό,τι αφορά τη συλλογή νερού. Σημειώνεται ότι ως έτος βροχόπτωσης υπολογίζεται η περίοδος μεταξύ Οκτωβρίου και Σεπτεμβρίου.

«Πάντως, δεν παρατηρείται κάποια μεγάλη μεταβολή στις βροχοπτώσεις των τελευταίων 30 ετών, δηλαδή δεν υπάρχει μια συστηματική μείωση των βροχοπτώσεων, κάτι που είναι θετικό» προσθέτει και δίνει το παράδειγμα του 2019, όταν συλλέχθηκαν μεγάλες ποσότητες νερού. «Η βροχή έχει μεγάλη μεταβλητότητα, για παράδειγμα τη δεκαετία του 1990 είχαμε συνεχόμενες κακές χρονιές».

Αυτό που προκαλεί ανησυχία, όμως, σύμφωνα με τον διευθυντή Ερευνών του ΕΕΑ, είναι η μείωση των χιονοπτώσεων στη χώρα. «Το χιόνι είναι ακόμα πιο χρήσιμο από τη βροχή σε ό,τι αφορά την επάρκεια του νερού, καθώς λιώνει σταδιακά και γίνεται νερό παρέχοντας μια συνεχή ροή στα δίκτυα» εξηγεί ο Κώστας Λαγουβάρδος.

Νησιά

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ασθενών βροχοπτώσεων αντιμετωπίζει η νησιωτική χώρα. «Στις Κυκλάδες και την Ανατολική Κρήτη είδαμε φέτος μείωση των βροχοπτώσεων κατά 30% – 40%, ενώ σε ορισμένες περιοχές έφτασε και το 50%. Είναι περιοχές που ούτως ή άλλως έχουν χαμηλά επίπεδα βροχής, όμως σε συνδυασμό με μια κακή χρονιά, αντιμετωπίζουν σοβαρό θέμα επάρκειας» λέει ο διευθυντής Ερευνών του ΕΑΑ. «Βγάζουν τη χρονιά με όση βροχή ρίξει τον χειμώνα και το φθινόπωρο» προσθέτει.

Παράλληλα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που παρατηρούνται όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, προκαλούν νέα προβλήματα, ακόμα κι αν εκ πρώτης όψεως μπορεί αυτό να μη γίνεται σαφές. Για παράδειγμα, οι κακοκαιρίες Ντάνιελ (2023) και Ιανός (2020) μπορεί να έριξαν μεγάλες ποσότητες νερού, όμως σημαντικό μέρος του νερού αυτού δεν συγκρατήθηκε και κατέληξε στη θάλασσα μέσω χειμάρρων.

Επιπλέον, από τις έντονες κακοκαιρίες σημειώνονται καταστροφές σε υδραυλικά έργα (π.χ. φράγματα) με αποτέλεσμα μεγαλύτερες ζημιές στο υδροδοτικό δίκτυο. Μάλιστα, όταν τέτοια φαινόμενα έρχονται ύστερα από μεγάλες περιόδους ξηρασίας, το έδαφος δεν έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει το νερό και επομένως δεν μειώνονται οι ανάγκες για την άρδευση των καλλιεργειών. Αλλωστε, οι καταστροφές στις καλλιέργειες σημαίνουν και μεγαλύτερες υδροδοτικές ανάγκες για τη νέα σπορά.

Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Νικήτας Μυλόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (ΠΘ) και διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης, το 86% της κατανάλωσης νερού πηγαίνει στην άρδευση καλλιεργειών, ένα ποσοστό πέριξ του 10% χρησιμοποιείται για την ύδρευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ το υπόλοιπο 4% καταναλώνεται από τη βιομηχανία.

Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η λειψυδρία είναι μία πολιτική έννοια. «Αλλο η ξηρασία, άλλο η ανομβρία και άλλο η λειψυδρία. Ενώ τα δύο πρώτα είναι φυσικά φαινόμενα που εν πολλοίς οφείλονται στην κλιματική κρίση, η λειψυδρία αφορά τη διαχείριση του νερού από τον άνθρωπο και οφείλεται στην υπερκατανάλωση νερού» τονίζει ο καθηγητής του ΠΘ και προσθέτει: «Η αντιμετώπισή της έχει λοιπόν να κάνει με το μοντέλο ανάπτυξης: τι καλλιεργούμε, πώς διαχειριζόμαστε τον τουρισμό, πώς υδροδοτούμε τις πόλεις».

Από το τούβλο στο καζανάκι στο ισοσκελισμένο υδατικό ισοζύγιο

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φαινόμενο της λειψυδρίας. Μάλιστα, στο παρελθόν η Αθήνα είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Την επταετία 1989 – 1995, τα αποθέματα στους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ ήταν στα χειρότερα ιστορικά επίπεδα.

Αλλά και πιο πρόσφατα η χώρα μας έζησε περιόδους με λίγες βροχοπτώσεις που είχαν ως συνέπεια την απότομη μείωση των αποθεμάτων των εταιρειών ύδρευσης. Τη διετία 2001 – 2002 τα αποθεματικά της ΕΥΔΑΠ κυμαίνονταν σε χαμηλά επίπεδα και έφτασαν στα 349 εκατ. κυβικά μέτρα. Το 2008 καταγράφηκε η τελευταία χαμηλότερη τιμή με 426 εκατ. κυβικά μέτρα.

Αν και τα σημερινά 705 εκατ. κυβικά φαντάζουν όαση μπροστά σε αυτά τα νούμερα, παραμένει άγνωστο το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πτωτική τάση των τελευταίων δύο ετών: μπορεί να βρισκόμαστε στην αρχή της, μπορεί και στο τέλος της.

Το καλοκαίρι του 1993, τα συνολικά αποθέματα νερού ανέρχονταν σε μόλις 112 εκατ. κυβικά μέτρα, δηλαδή περίπου έξι φορές χαμηλότερα από τα σημερινά. Εκείνη την περίοδο, η ΕΥΔΑΠ ενημέρωνε διαρκώς για τα επίπεδα των αποθεμάτων και έκανε καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού με στόχο τον περιορισμό της κατανάλωσης νερού από τα νοικοκυριά.

Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, διαβάζουμε στα «ΝΕΑ» της Πέμπτης 14 Ιουνίου του 1990: «ΕΥΔΑΠ: Με σακούλες κατά της σπατάλης». Το άρθρο εξηγεί: «Η ΕΥΔΑΠ ανακοίνωσε χθες ότι […] διανέμονται στους καταναλωτές νερού δωρεάν πλαστικές σακούλες, οι οποίες θα γεμίζονται με νερό και θα τοποθετούνται στα καζανάκια των τουαλετών, ώστε να καταναλώνεται λιγότερο νερό κάθε φορά που χρησιμοποιούμε το καζανάκι του σπιτιού μας».

«Σχετικά με το καζανάκι, υπάρχει και η πρόσθετη οικονομική λύση να μειώσετε τη χωρητικότητά του […] με κάποιο τούβλο κ.λπ. Μη γελάτε. Αυτά συμβαίνουν και αλλού, π.χ. ΗΠΑ, Αγγλία κ.ά.» αναφέρεται σε άρθρο με τίτλο «Σταγόνες οικονομίας» από το φύλλο των «ΝΕΩΝ» της 11ης Μαΐου 1992.

Μάλιστα, οι αυξήσεις στην τιμή του νερού εκείνη την εποχή είχαν κάνει ορισμένους να απαυδήσουν: «Οικονομία κάνω και γω και τα παιδιά μου. Το τούβλο που βάλαμε πέρυσι στο καζανάκι κοντεύει να λιώσει. Και τα λουλούδια αντί να τα πλένουμε μια φορά στις 5 μέρες τα πλένουμε μια στις 10. Ούτε αφήνω το νερό να τρέχει όταν ξυρίζομαι. Τι άλλο όμως μπορούμε να κάνουμε; Να πλενόμαστε με ουίσκι; Γιατί εδώ που φτάσαμε, το νερό τελικά πάει να γίνει πιο ακριβό από το ουίσκι» δήλωνε ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Βουτσάς στα «ΝΕΑ» στις 2 Ιουλίου του ίδιου έτους.

Εκτός όμως από τα οικιακά τρικ της εποχής, υπήρχαν και άλλες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. «Παλιότερα, πολλά σπίτια είχαν στέρνες για τη συγκέντρωση νερού» λέει ο Κώστας Λαγουβάρδος και αναφέρεται ειδικά στο ζήτημα της λειψυδρίας στις Κυκλάδες. «Σήμερα – και πολλοί το κάνουν – θα μπορούσαν να μαζεύουν το νερό στις ταράτσες και να το αποθηκεύουν στη συνέχεια σε υπόγειες δεξαμενές».

Το δε σενάριο μιας περιόδου ανομβρίας παρόμοιας με αυτήν της δεκαετίας του 1990 στο σήμερα, ακούγεται εφιαλτικό. «Πώς θα άντεχαν τότε τα νησιά, αν είχαν τον τουρισμό που έχουν σήμερα;» διερωτάται ρητορικά ο διευθυντής Ερευνών του ΕΑΑ.

Αφαλάτωση, αντικατάσταση δικτύου και εγκατάσταση δεξαμενών

 

Η Σέριφος είναι ένα από τα άνυδρα νησιά των Κυκλάδων που κάθε καλοκαίρι ζουν το δικό τους «μαρτύριο της σταγόνας». Ο δήμαρχος του νησιού Κωνσταντίνος Ρεβίνθης λέει στα «ΝΕΑ»: «Το πρόβλημα είναι μεγάλο και μεγεθύνεται διαρκώς. Εχουμε μια πενταετία να δούμε καλές βροχοπτώσεις, ενώ φέτος είναι η χειρότερη χρονιά. Αν δεν έχουμε κάποιες βροχές τον ερχόμενο χειμώνα, θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα».

Οπως επισημαίνει, η Σέριφος οδεύει προς την εξάντληση των αποθεμάτων του φράγματος και του υδροφόρου ορίζοντα. Αν και υπάρχει ζήτημα επάρκειας νερού στο νησί, ο δήμος κάνει τα δυνατά αδύνατα ώστε να μη γίνονται διακοπές στην υδροδότηση. Και αυτό, γιατί οι αυξομειώσεις πίεσης στις σωληνώσεις του δικτύου από τη διακοπή παροχής είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές σε ένα ήδη βεβαρημένο και πεπαλαιωμένο δίκτυο, δημιουργώντας διαρροές.

Προκειμένου να εκμηδενίσει τη σπατάλη νερού, ο Δήμος Σερίφου έχει εγκαταστήσει ένα ταχυδιυλιστήριο νερού, που φιλτράρει το εναπομείναν νερό του φράγματος και στη συνέχεια το προωθεί, καθαρό πλέον, στο δίκτυο. Το δεύτερο μέσο που έχει επιστρατεύσει η Σέριφος είναι η μονάδα αφαλάτωσης που λειτουργεί στο νησί και παρέχει έως και 600 κυβικά μέτρα πόσιμου νερού ημερησίως. «Είναι πολύ κοστοβόρα και ενεργοβόρα, όμως είναι η μόνη λύση σε αυτή τη φάση» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Ρεβίνθης.

Το μεγάλο στοίχημα του Δήμου Σερίφου αποτελεί η αντικατάσταση του υπάρχοντος δικτύου υδροδότησης με ένα σύγχρονο και αυτονομημένο δίκτυο, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση δεξαμενών στα ορεινά σημεία του νησιού, οι οποίες θα προμηθεύουν με νερό τα χωριά. Σε αυτά ο δήμος θέλει να προσθέσει και μια μεγάλη μονάδα αφαλάτωσης, που θα μπορεί να δίνει στο δίκτυο έως και 2.000 κυβικά μέτρα πόσιμου νερού. «Αν αυτό προχωρήσει, θα έχουμε νερό κάθε χρόνο ανεξαρτήτως βροχής» λέει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος του νησιού.

Το πρόβλημα της λειψυδρίας μπορεί να αφορά άμεσα τα νησιά των Κυκλάδων, όμως τα στοιχεία για το σύνολο της χώρας δεν είναι ενθαρρυντικά. «Για να βρεθεί λύση, θα πρέπει να γίνει ολιστική μελέτη σε επίπεδο λεκάνης απορροής για κάθε ποταμό με στόχο το ισοσκελισμένο υδατικό ισοζύγιο – δηλαδή, να είναι ίση η ποσότητα νερού που μπαίνει στη λεκάνη απορροής με αυτήν που βγαίνει» υπογραμμίζει ο Νικήτας Μυλόπουλος. «Σήμερα έχουμε αρνητικό ισοζύγιο σε κάθε λεκάνη απορροής, με συνέπεια την εξάντληση των αποθεμάτων και τη λειψυδρία. Θα πρέπει να είμαστε δραστικοί και άμεσοι για να λύσουμε το πρόβλημα» καταλήγει ο καθηγητής του ΠΘ.