Ηταν ακριβώς τέτοιες μέρες, τέλος του καλοκαιριού, μα πριν από πολλά πλέον χρόνια, όταν έλαβα ένα απρόσμενα ενθουσιώδες τηλεφώνημα από τον αείμνηστο σπουδαίο Χρήστο Γιανναρά. Απρόσμενα ενθουσιώδες όχι επειδή ο σπάνιος αυτός ανυπότακτος και βαθύς πνευματικός άνθρωπος ήταν ξένος προς την εσωτερική φλόγα που κινεί κάθε τι που έχει νόημα, αλλά για το περιεχόμενό του. Γνωρίζοντας την ιδιαίτερή μου σχέση με τη μουσική, ήθελε να μου μεταδώσει το πάθος με το οποίο είχε πρωτοακούσει, εκείνο το καλοκαίρι, στα αγαπημένα του Κύθηρα, ένα τραγούδι που περιλαμβάνεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς κύκλους του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, την «Αθανασία»: τον «Τσάμικο», που με τέτοια φλόγα τραγούδησε εκεί ο Μητσιάς. Ενα τραγούδι για τους Ελληνες που παλεύουν για τη γη τους «κι εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα»…

Δεν άκουγες έναν μεγάλο άνθρωπο που οι γνώσεις του μιας ολόκληρης ζωής στη φιλοσοφία, ιδίως στη θεοσοφία αλλά κατά κανένα τρόπο όχι μόνον σε αυτήν, τον είχαν αποστεγνώσει τελικά από το αίσθημα και από την ίδια τη ζωή. Αντίθετα, άκουγες έναν άνθρωπο που σου μιλούσε όπως κάποιος άλλος που μόλις θα είχε ανακαλύψει στο οικόπεδό του μια φλέβα χρυσού, ή μια πετρελαιοπηγή, ή έναν κρυμμένο θησαυρό των πειρατών και που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη είχε, χωρίς να το περιμένει, γίνει ζάμπλουτος…

Ομως αυτό ακριβώς είχε γίνει εκείνη την ώρα και ο Γιανναράς – για μία ακόμα φορά: ζάμπλουτος στη νόηση και την ψυχή, με τον τρόπο που είτε τον κατανοεί κανείς και δεν μπορεί παρά να τον θαυμάσει όσο τίποτε, ή που δεν τον κατανοεί και απλώς όλα αυτά του μοιάζουν περίπου ακατάληπτα. Και όχι μόνον επειδή ο θησαυρός που είχε μόλις ανακαλύψει ήταν του πνεύματος και του αισθήματος που υπήρξαν το επίκεντρο της ύπαρξής του, αλλά και επειδή αφορούσε ακριβώς σε εκείνα που μέσα από αυτά είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή: στην πίστη, στην αγιότητα, στην πατρίδα, στον άνθρωπο. Και, βέβαια, εκ των πραγμάτων, ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, που είχε οδηγηθεί; Στη νομοτέλεια μιας ατέλειωτης αγωνίας.

Αυτή η αγωνία, όπως κι αυτός ο πλούτος, ήταν και πάλι εξίσου κοινά όσο και προσωπικά. Ηταν επίσης εξίσου αδιαπραγμάτευτα. Και απολύτως ανυπότακτα. Δεν πήρε ποτέ του εύκολο δρόμο. Δεν σκέφτηκε στιγμή πώς θα ήταν όλα πολύ πιο απλά αν πήγαινε με «τη γραμμή», όποια κι αν ήταν αυτή, αν αποζητούσε την αποδοχή της ισχύος, όποιας μορφής.

Με άλλα λόγια, εκπλήρωσε σε όλη του τη ζωή και την άλλη αναγκαία συνθήκη που καθιστά μια μορφή πραγματικά πνευματική: όχι μόνον η γνώση, η κρίση, η σκέψη, αλλά και η απόφαση όλα αυτά να τα υπερασπίζεται χωρίς εκπτώσεις και χωρίς συναλλαγές.

Αγωνία για το μέλλον

Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο πλήρης έργου και ημερών σε ηλικία 89 ετών, υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πλέον επιδραστικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής μας – και αυτό οφείλουν, έστω και για λόγους ελάχιστης τιμιότητας, να το αναγνωρίσουν ακόμα και εκείνοι, οι όχι λίγοι και όχι ασήμαντοι, που στάθηκαν πάντοτε απέναντί του. Και υπήρξε φορέας μιας γνήσιας, βαθιάς αγωνίας για το κοινό μας μέλλον. Και, ασφαλώς, πριν και στη βάση όλων αυτών, υπήρξε ένας κορυφαίος ακέραιος πνευματικός άνθρωπος που το έργο του, ιδίως ως «σοφού του Θεού», παρά το αν συμφωνεί ή όχι κανείς μαζί του λιγότερο ή περισσότερο στην εντυπωσιακή πληθώρα των κειμένων του, θα απασχολήσει αναμφίβολα σοβαρά και ενδελεχώς και τις επόμενες γενιές, όπως άλλωστε έχει ήδη συμβεί τόσο με τα πρωτότυπα κείμενά του στα ελληνικά, όσο και με το πλήθος των μεταφράσεων έργων του σε πολλές γλώσσες, μέσα από τα οποία υπήρξε καθοριστικός σε σειρά κρίσιμων πεδίων, όπως τις πολλαπλές σχέσεις Ελληνισμού και Δύσης, τη λεγόμενη «νεορθοδοξία», ή την ηθική της θεολογίας, για να αναφερθούν εδώ, χάριν συντομίας, ελάχιστα μόνον από τα πιο γνωστά ζητήματα της πολυσχιδούς συμβολής του στη σύγχρονη σκέψη.

* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1935. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη). Ηταν διδάκτωρ Φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir’ s Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης.