Μιλούσα τις προάλλες με έναν φίλο που κινείται στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το 2019 είχε ψηφίσει Μητσοτάκη για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα πρώτα δείγματα της νέας κυβέρνησης ήταν θετικά, οι άνθρωποι που τοποθετήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά ήταν κεντρώοι, κάποια πράγματα προχώρησαν. Υστερα όμως άρχισαν οι υποχωρήσεις. Ο φίλος μου απογοητεύτηκε από τον Μητσοτάκη. Αλλά και πάλι Νέα Δημοκρατία προσανατολίζεται να ψηφίσει. «Βλέπεις τίποτα άλλο;» με ρώτησε. «Και στο κάτω-κάτω ο Μητσοτάκης ψήφισε τον γάμο των ομοφύλων».

Ισως η τελευταία φορά που ψηφίστηκε ένα κόμμα γι’ αυτά που πρέσβευε, και όχι μόνο για να φύγει ή για να μην ξανάρθει το προηγούμενο, ήταν το 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεισε έναν κόσμο ότι μπορούσε να αλλάξει την Ελλάδα και την Ευρώπη, καταφέρνοντας να τον κρατήσει μαζί του και μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε, ήταν τραγικά. Κι από τότε ο παράγων που κρίνει τις εκλογές είναι να μην επιστρέψει η Αριστερά στην εξουσία.

Η εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη πήγε να αλλάξει τα δεδομένα: επιτέλους, ένας outsider θα έκανε τις αλλαγές που δεν είχε μπορέσει να κάνει το παιδί του κομματικού σωλήνα. Επρεπε όμως πρώτα να αλλάξει τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ευφορία δεν κράτησε πολύ. Εμφανώς εκτός κλίματος, ο νέος αρχηγός μάταια προσπάθησε, άλλοτε με το καρότο κι άλλοτε με το μαστίγιο, να καταστήσει ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα εξουσίας. Στη συνέχεια έπαιξε το χαρτί της ενότητας της Κεντροαριστεράς, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν του βγήκε ούτε αυτό. Και τώρα βλέπει την καρέκλα του να τρίζει, εξαιτίας όχι μόνο της αμφισβήτησής του από τους «παλιούς», που παρακολουθούν με θλίψη την αποϊδεολογικοποίηση του κόμματος, αλλά και της εγκατάλειψής του από έναν παλιό του συνεργάτη, τον Παύλο Πολάκη.

Ο αψύς Κρητικός επιταχύνει με τις συνεχείς τοξικές του παρεμβάσεις την πλήρη απαξίωση αυτού του χώρου, προς όφελος του ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο, αφού (και αν) ξεπεράσει την κρίση ηγεσίας στην οποία έχει βυθιστεί, φιλοδοξεί να ηγηθεί εκείνο της ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης, με στόχο όμως, και πάλι, όχι να εφαρμόσει κάποιο πρωτοποριακό πρόγραμμα για την απογείωση της χώρας, αλλά να δώσει τέλος στο «Κράτος της Δεξιάς». Ο Ανδρουλάκης θέλει την «ήττα της συντήρησης και του λαϊκισμού». Ο Δούκας καταγγέλλει το «Μαξίμου Α.Ε.». Η Διαμαντοπούλου θέλει να «αντικαταστήσει» τον Μητσοτάκη.

Αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κάνει πλέον επιλογές για να κολακέψει το δεξιό κομμάτι της παράταξής του ή να προλάβει κινήσεις ανταρσίας στους κόλπους της, όχι για να προωθήσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται η υπόδειξη του Τζιτζικώστα για τη θέση του επιτρόπου ή η διατήρηση της αβεβαιότητας γύρω από τη δεύτερη θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου.

Μόνο που αυτή η απομάγευση της πολιτικής δεν ευνοεί παρά την αποχή.