Η αντιπαράθεση μεταξύ Αράβων και Εβραίων για τη γη που βρίσκεται ανάμεσα στην Κοιλάδα του Ιορδάνη και τη Μεσόγειο Θάλασσα – επικεντρωμένη γύρω από την πόλη της Ιερουσαλήμ, που σήμερα είναι πλέον η πρωτεύουσα του Ισραήλ – έχει διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα. Τώρα όμως δείχνει να αλλάζει, και μάλιστα όχι προς το καλύτερο.
Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης, ο ευρύτερος κόσμος έχει υποστεί τεράστιες και σημαντικές γεωπολιτικές αλλαγές – από την κατάρρευση των πρώην αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών μέχρι τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τον μακρόχρονο Ψυχρό Πόλεμο.
Παρ’ όλα αυτά, η διαμάχη Ισραηλινών και Παλαιστινίων έχει παραμείνει κυρίως ένα περιφερειακό ζήτημα ή ακόμα και τοπικό, ανάμεσα σε δύο σχετικά ολιγάριθμους πληθυσμούς.
Σε αντίθεση με την κρίση στο Σαράγεβο, το 1914, δεν έχει ποτέ πυροδοτήσει μια παγκόσμια ανάφλεξη ή μια σύγκρουση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, μετατρέποντάς τη σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα όμως ακόμα και αυτή η γεωπολιτική πραγματικότητα ενδέχεται να χάνεται, μπροστά στα μάτια μας.
Εξαρχής άλλωστε αυτός ο πόλεμος αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από απλώς ένα επιπλέον κεφάλαιο στη διάρκειας ενός αιώνα αντιπαράθεση Εβραίων και Παλαιστινίων αναφορικά με το ίδιο κομμάτι γης.
Το αδιαμφισβήτητο ευρύτερο πλαίσιο αφορά τη σύγκρουση για την περιφερειακή ηγεμονία που διεξάγεται ανάμεσα στο Ιράν και τον «Αξονα της Αντίστασης» που έχει συγκροτήσει και σε όσους αντιτίθενται σε αυτόν.
Από τη στιγμή που το Ιράν εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου πυραυλική επίθεση κατά του Ισραήλ από το έδαφός του στις 13 Απριλίου, οι δύο χώρες βρίσκονται σε μια κατάσταση ακήρυχτου πολέμου, που δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι γης.
Αυτή η διαμάχη έχει μια πολύ ευρύτερη διάσταση, επειδή όσο εξακολουθεί να υπάρχει το Ισραήλ – μια από τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή – το Ιράν δεν μπορεί να πετύχει τον στόχο της περιφερειακής ηγεμονίας.
Για το Ιράν λοιπόν το Ισραήλ αποτελεί τον βασικό του στόχο υπό αυτή την έννοια.
Το εβραϊκό κράτος τού προσφέρει ένα κρίσιμο πλεονέκτημα έναντι του βασικού ανταγωνιστή του στον αραβικό κόσμο, τη Σαουδική Αραβία, δίνοντας λόγο ύπαρξης και καίρια επιχειρήματα στη Χαμάς, στη Χεζμπολάχ και σε άλλες δυνάμεις που μετέχουν στον «Αξονα της Αντίστασης».
Αφού πλέον έχει κληθεί να εμφανιστεί το φάντασμα ενός μεγάλου περιφερειακού πολέμου στη Μέση Ανατολή, είναι απίθανο κάποιος να καταφέρει να το περιορίσει.
Το Ιράν και οι αντιπρόσωποί του έχουν ορκιστεί εκδίκηση για τις πρόσφατες δολοφονίες κορυφαίων αξιωματούχων της Χαμάς και της Χεζμπολάχ στην Τεχεράνη και στη Βηρυτό. Σε έναν κόσμο δε που αλλάζει δραματικά και είναι ολοένα πιο ασταθής, η διαμάχη για τη Μέση Ανατολή έχει μετατραπεί σε κάτι νέο.
Ολες οι μεγάλες δυνάμεις εμπλέκονται ήδη σε αυτήν – από τη στιγμή που το Ιράν είναι στενός σύμμαχος της Ρωσίας και της Κίνας –, ενώ το καθεστώς της περιοχής ως μείζονος εξαγωγέα ενέργειας σημαίνει πως κάθε περαιτέρω όξυνση θα προκαλέσει σοβαρές οικονομικές αναταράξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οπως συνέβη και τη δεκαετία του ’70, η Μέση Ανατολή έχει τη δυναμική να πυροδοτήσει μια παγκόσμια οικονομική κρίση.
Αυτή τη φορά ωστόσο δεν είναι ορατές οποιεσδήποτε βιώσιμες λύσεις. Ολες οι εμπλεκόμενες πλευρές εμμένουν πεισματικά στα πλεονεκτήματα που θεωρούν ότι έχουν, ενώ ούτε οι Παλαιστίνιοι ούτε οι Ισραηλινοί πρόκειται ποτέ απλώς να υποχωρήσουν.
Διακινδυνεύοντας έναν γενικευμένο πόλεμο με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην προσπάθειά του να διασφαλίσει την περιφερειακή ηγεμονία και να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, το καθεστώς του Ιράν θα μπορούσε να προκαλέσει το δικό του τέλος.
Στο μεταξύ όμως το Ισραήλ θα συνεχίσει να απομονώνεται διεθνώς όσο συνεχίζει τη βίαιη εκστρατεία του στη Γάζα.
Και οι δύο πλευρές έχουν διακηρύξει τους στόχους τους και αυτό θα έπρεπε να μας ανησυχεί όλους.
Ο Γιόσκα Φίσερ ήταν υπουργός Εξωτερικών και αναπληρωτής καγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1998-2005 και ηγέτης των Γερμανών Πρασίνων επί σχεδόν 20 χρόνια