Πόσοι έχουν ασχοληθεί με τον κακό χαμό που γίνεται εδώ και μέρες για την ταινία που θα αποτελεί την ελληνική πρόταση για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας την επόμενη χρονιά; Αν κρίνω από τον «χώρο» που καταλαμβάνει αυτή η ιστορία στα σόσιαλ μίντια, ελάχιστοι. Μόνο οι εμπλεκόμενοι και οι φαν του χώρου ανταλλάσσουν εγκλήσεις για αντεγκλήσεις για το ποια θα είναι και πώς πρέπει ή θα έπρεπε να ήταν η διαδικασία επιλογής της ταινίας που θα προταθεί, που θα τη δουν τα χιλιάδες μέλη της αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που θα πρέπει να την ψηφίσουν ώστε να περάσει στην πρώτη λίστα μαζί με καμιά δεκαπενταριά άλλες και μετά να την ξαναψηφίσουν για να περάσει στην τελική πεντάδα των υποψηφιοτήτων. Από εκεί και πέρα, ο μέσος έλληνας χρήστης των σόσιαλ μίντια περισσότερο ενδιαφέρεται για τα πανηγύρια παρά για τον ελληνικό κινηματογράφο. Εξού και τα «λίγα σπίτια» στον τίτλο.

Το «κακό χωριό» είναι το επακόλουθο. Αλλά και ένα ακόμη παράδειγμα για το πώς λειτουργούν οι «παρέες» στον καλλιτεχνικό χώρο – σιγά τα νέα θα πείτε. Την εξέλιξη των γεγονότων την περιέγραψε με ακρίβεια Γιάννης Ζουμπουλάκης στα «ΝΕΑ» της Παρασκευής. Ενα ατόπημα, ένας κάκιστος χειρισμός από το υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο ορίζει την επιτροπή επιλογής (κάθε χρόνο με διαφορετικά μέλη), και που, όπως είπε ο αρμόδιος υφυπουργός Ιάσων Φωτήλας, οφειλόταν στο «λάθος» και τον υπερβάλλοντα ζήλο, όπως πιστεύω κι εγώ, μίας υπαλλήλου που έστειλε στα προτεινόμενα μέλη, χωρίς όμως την τελική έγκριση και υπογραφή του, τα λινκ ώστε να δουν τις υποψήφιες ταινίες. Αυτή η άτυπη επιτροπή ανακλήθηκε, προτάθηκε καινούργια και άρχισαν οι κουμπουριές.

Στο πεδίο αυτής της σύγκρουσης, οι αντίπαλες δυνάμεις είναι σαφείς και ξεκάθαρες. Τόσο σαφείς μάλιστα που, αναπόφευκτα, προκαλούν δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Διότι όλο αυτό το φιάσκο και αφού αποσύρθηκαν όλες σχεδόν οι ταινίες που ήταν προς επιλογή, κατέληξε στην εμμονή να αποσυρθεί η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα. Ακόμη και με διαδικτυακές, τάχα μου συμβουλές προς τη σκηνοθέτιδα και τον παραγωγό της ταινίας. Ο βραβευμένος στις Κάννες 33χρονος Βασίλης Κεκάτος μάλιστα, σε ένα θέμα διαδικασίας, έδωσε ηθικές διαστάσεις, μιλώντας για «φωτεινές» και «σκοτεινές» πλευρές. Ενώ λάδι στη φωτιά έριξε και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου Λευτέρης Χαρίτος υπεραμυνόμενος της επιτροπής που ανακλήθηκε. Γιατί τόσο πάθος και τόσο μένος να μην προταθεί η «Φόνισσα»; Την απάντηση τη δίνει ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών Χάρης Παπαδόπουλος που είπε στο «ΒΗΜΑ» και τον Γιάννη Ζουμπουλάκη: «…η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου λειτουργεί μέσα από διαδικασίες και με εμμονή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ταινιών». Ο,τι ακριβώς κατάλαβα κι εγώ βλέποντας τα βραβεία που (δεν) κέρδισε η «Φόνισσα» στην απονομή των βραβείων «Ιρις» όπου ο μεγάλος νικητής ήταν το «Animal» της Σοφίας Εξάρχου. Γιατί τώρα εγώ πιστεύω ότι αυτήν την ταινία θα έστελναν και ως πρόταση για τα Οσκαρ;

Δύσκολες ερωτήσεις, εύκολες απαντήσεις

Ρητορική η ερώτηση. Ξέρουμε πολύ καλά σε αυτήν τη χώρα ότι το «οι παρέες γράφουν ιστορία» έχει χάσει προ πολλού την αθωότητά του. Στον πολιτισμό, οι «παρέες» στην προσπάθειά τους να γράψουν ιστορία, στήνουν «κινήματα», δολοφονούν χαρακτήρες στο Διαδίκτυο, ακυρώνουν πρόσωπα, σφετερίζονται μια εξουσία που είναι πολύ πιο δυνατή από την πολιτική, προτείνουν τον πειραματισμό ως πρωτοπορία, επιβάλλουν καλλιτέχνες και λυσσομανάν να εξοστρακίσουν όποιον δεν είναι «υπό τη στέγη τους».

Στο «πάπλωμα» τώρα, θα έπρεπε η ελληνική πρόταση για τα Οσκαρ να είναι η «Φόνισσα» ή το «Animal»; Κατά τη γνώμη μου, σαφώς η «Φόνισσα». Διότι είναι μια ταινία με εθνολογικά μεν στοιχεία αλλά και με οικουμενική διάσταση, διότι θα έκανε διεθνώς γνωστό τον «άγιο» Παπαδιαμάντη, διότι η ερμηνεία της Καραμπέτη είναι «οσκαρική». Και διότι έχει ξεπεράσει τα 450.000 εισιτήρια. Μα είναι αυτό ένδειξη ποιότητας; Στο σινεμά που είναι τέχνη η οποία απευθύνεται στις μάζες συμβαίνει το εξής. Μια ταινία που σπάει ταμεία δεν είναι οπωσδήποτε καλή. Αλλά όταν μία καλή ταινία, ειδικά στην Ελλάδα που είναι μικρή χώρα, σπάσει ταμεία είναι μεγάλο κατόρθωμα.