«Πώς θα πληρώσετε, παρακαλώ; Με καρτούλα ή μετρητά;». Ηταν η φράση του καλοκαιριού στα καταστήματα εστίασης. Για πρώτη φορά, πριν έρθει ο λογαριασμός ρωτούσαν οι εργαζόμενοι της ταβέρνας, του «all day restaurant» ή όπως αλλιώς το έλεγαν τους πελάτες τους με ποια μέθοδο ήθελαν να πληρώσουν. Πριν δει τον λογαριασμό, ο πελάτης έπρεπε να ξέρει. Παλαιότερα είχαμε συνηθίσει να έρχεται ένας λογαριασμός. Σε χαρτί, σε… τραπεζομάντιλο, στο «μιλητό», με κανονική απόδειξη, αλλά σε κάθε περίπτωση πρώτα μαθαίναμε το «μπουγιουρντί» και μετά ξεκινούσε η διαπραγμάτευση του τρόπου πληρωμής.
Στα πρώτα χρόνια των POS οι καταστηματάρχες, προκειμένου να αποφύγουν τις πληρωμές με διατραπεζικά συστήματα, αφού ο πελάτης εξέφραζε τον επιθυμητό τρόπο πληρωμής και εφόσον αυτός ήταν με κάρτα τού έλεγαν ότι πρέπει να προσέλθει στο εσωτερικό του καταστήματος. Με στόχο να του σπάσουν και τον τσαμπουκά, τον έστηναν για ένα διάστημα, πέραν του εύλογου, να περιμένει, «γιατί είχαν δουλειά». Λες και η πληρωμή δεν είναι το σημαντικότερο μέρος της δουλειάς τους. Η καθυστέρηση είχε ως στόχο το επόμενο στάδιο της άτυπης διαπραγμάτευσης, να πληρώσει επειδή επέμενε με κάρτα, αλλά να αποφύγει το κατάστημα την έκδοση απόδειξης. Μπροστά στην ταλαιπωρία που είχε περάσει ο χορτασμένος και πιθανώς νυσταγμένος πελάτης και με την παρέα να πιέζει για την αναχώρηση, σπανίως επέμενε σε νέα αναμονή με στόχο την έκδοση παραστατικού. Η φοροδιαφυγή είχε γίνει.
Εκείνη η τελευταία πρακτική, της πληρωμής με κάρτα, αλλά χωρίς να συνοδεύεται από απόδειξη η συναλλαγή, μας πήγε για αρκετά χρόνια σε σημείο που έγινε σχεδόν μόδα. Να δίνεται δηλαδή στον πελάτη το χαρτάκι του POS, συνοδευόμενο από το «άχρηστο» για την Εφορία και τον φορολογούμενο δελτίο παραγγελίας. Αυτό έληξε όταν τα POS συνδέθηκαν με τον φορολογικό μηχανισμό, με την περίφημη αποστολή του «ζ» κάθε βράδυ από όλους τους επιτηδευματίες.
Οπότε η «αγορά» έπρεπε να προσαρμοστεί. Και προσαρμόστηκε. Πλέον η διαπραγμάτευση δεν γίνεται επί του λογαριασμού, αλλά πριν αυτός εκδοθεί, όταν ο πελάτης θα απαντήσει στην ερώτηση «πώς θα πληρώσετε, με κάρτα ή μετρητά;». Σε αυτή συμπυκνώνεται όλη η απάντηση των συγκεκριμένων επιτηδευματιών στην επιβάρυνση που τους έφερε η τεκμαρτή φορολόγηση και προφανώς στο κλείσιμο των άλλων δυνατοτήτων φοροδιαφυγής. Η πραγματική ερώτηση είναι άλλη: «Θα πληρώσετε με μετρητά συναινώντας κατά πάσα πιθανότητα σε φοροδιαφυγή ή είστε από τους άλλους που τα θέλουν νόμιμα;». Μη γελιέστε και δεν μου φεύγει από το μυαλό ότι και οι τιμές είναι διαφορετικές ανάλογα με την επιλογή.
Ακούω τον υπουργό Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη να δηλώνει δικαιωμένος από την πρώτη χρονιά εφαρμογής της τεκμαρτής φορολόγησης. Και πώς να μην είναι όταν και φέτος οι περισσότεροι επιτηδευματίες επέλεξαν να δηλώνουν εισοδήματα 268 ευρώ τον μήνα και στα δημόσια ταμεία με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησής τους μπήκαν 440 εκατ. ευρώ. Αυτό όμως αφορά τη σχέση της συγκεκριμένης εισοδηματικής ομάδας με την Εφορία και το υπουργείο Οικονομικών. Αν το κόστος από αυτή την απόφαση, η οποία έχει ως στόχο να αποκαταστήσει μια αδικία, καταλήξει στο να πληρώνουν οι υπόλοιποι φορολογούμενοι ακριβότερα προϊόντα και υπηρεσίες, τότε απλώς θα έχουμε μεταφέρει τη λύση ενός προβλήματος στις πλάτες άλλων, αυτών που και πριν πλήρωναν με παραπάνω φόρους τη φοροδιαφυγή των επιτηδευματιών.