«Πράγματι, η σχέση του Πιραντέλο με τον φασισμό είχε πολλές διακυμάνσεις», λέει ο Αντρέα Καμιλέρι στις Ασκήσεις της Μνήμης (2017, μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, εκδ. Πατάκη): το 1924 (παραθέτω συνοπτικά την αφήγηση), ο Πιραντέλο ζήτησε από τον Μουσολίνι να του χορηγήσει κομματική ταυτότητα· τέσσερα χρόνια αργότερα την έσκισε και ξήλωσε το διακριτικό του κόμματος· μερικά χρόνια αργότερα δεν απέρριψε τον τίτλο του ακαδημαϊκού που του απένειμε το φασιστικό καθεστώς· χαρακτήρισε τον Μουσολίνι «χυδαίο» (το 1934, όταν πήρε το βραβείο Νομπέλ, ο Μουσολίνι δεν του έστειλε ούτε συγχαρητήριο τηλεγράφημα), αλλά το 1935 σε εορταστική εκδήλωση για τη στρατιωτική επιχείρηση στην Αιθιοπία, αποκάλεσε τον Μουσολίνι «ποιητή της πολιτικής»· τον επόμενο χρόνο, δήλωνε και πάλι αντιφασίστας.

Οταν σκέφτομαι τι χρωστώ στη λογοτεχνία οι απαντήσεις είναι πάρα πολλές, αλλά τα τελευταία χρόνια κατάλαβα ότι το σπουδαιότερο που μου προσέφερε είναι η κατανόηση της ανθρώπινης ατέλειας. Τα μεγάλα έργα με τα οποία πολλοί της γενιάς μου μεγαλώσαμε (χωρίς επίγνωση, τότε, ότι επρόκειτο για «μεγάλα έργα»), οι μυθιστορηματικοί ήρωες με τους οποίους συνομιλούσαμε και κουβαλάμε έκτοτε μέσα μας, οι κόσμοι στους οποίους εισχωρήσαμε με μοναδικό διαβατήριο την απόλυτη παράδοσή μας στους χωρίς κανόνες ορίζοντές τους, ήταν η πιο σημαντική εκπαίδευση και προετοιμασία, πιστεύω, για να πορευτούμε στη συνέχεια στον άλλο κόσμο, γνωστό και ως «πραγματικό.» Γιατί δεν υπάρχει πόρτα πιο πλατιά, πιο σίγουρη, απ’ εκείνη που ανοίγει η λογοτεχνία προς τις αντιφατικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης· ούτε πολυτιμότερος εξοπλισμός απέναντι στις τρομακτικές της εκφάνσεις.

Και πόσο φαίνεται αυτό, σήμερα. Που αίφνης μια ολόκληρη νέα γενιά, απλωμένη σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, εμφανίζεται ανυποψίαστη, έκπληκτη, ανέτοιμη, ανίκανη να αντιμετωπίσει την αντιφατική φύση των ανθρώπων. Τη δική της, δηλαδή, φύση. Ξαφνικά, οι τυφλές γωνίες της ζωής όλων μας χαρακτηρίζονται πιο μυστηριώδεις κι από τις μαύρες τρύπες του Διαστήματος. Ξαφνικά, η «κρυφή ζωή» των διασημοτήτων (η μη κοινοποιημένη δηλαδή) αποκαλύπτει τέρατα της αποκαλύψεως που χρήζουν είτε συνοπτικό συνολικό καθάρισμα είτε καταδίκη στο πυρ το εξώτερο. Ξαφνικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα στο θεατό και αθέατο της ζωής του καθενός, ανάμεσα στο «καλό» ενός δημόσιου βίου και το «κακό» ενός ιδιωτικού, βρίσκει τον γενναίο καινούργιο κόσμο μας αποσβολωμένο: μα γίνονται τέτοια πράγματα; Κάνουν τέτοια πράγματα οι ήρωές μας της οθόνης, της γραφής, της τέχνης, της πολιτικής μας;

Ναι, κάνουν. Οπως μπορεί να κάνει και ο γείτονάς μας, ή και εμείς. Οπως γινόταν πάντα. Κατακριτέα, ναι, αλλά όχι πρωτοφανή, όχι περίεργα. Και αν κάτι προκαλεί έκπληξη, είναι ακριβώς αυτή η έκπληξη.

Ησαν οι προηγούμενες γενεές πιο σοφές; Μάλλον όχι. Πιο κυνικές, πιο αδιάφορες; Αμφίβολο. Με λιγότερη πρόσβαση στις αθέατες περιοχές των διασημοτήτων; Σίγουρα. Αλλά επίσης, διάβαζαν περισσότερο. Είχαν εκπαιδευτεί, κι ας μην το ‘ξεραν ότι αυτό ήταν, σε μια πιο σύνθετη, βαθιά και πολύπλευρη θέαση της ανθρώπινης ύπαρξης. Με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να κάνει, εισάγοντάς μας στις τρομακτικές αποχρώσεις της. Στο ότι είμαστε όλοι ικανοί για όλα, και ταυτόχρονα. Ο ηθοποιός με το αγγελικό πρόσωπο, η συγγραφέας που διείσδυε τόσο βαθιά στις ανθρώπινες ευαισθησίες, ο τραγουδιστής με τη φωνή που μάγευε ακόμα και τ’ αστέρια, ο πολιτικός που ακτινοβολούσε ιδεώδη, είναι και οι ήρωες των βιβλίων μας· είναι και οι μισάνθρωποι, κακοποιητικοί, διπλοπρόσωποι «χαρακτήρες» των αγαπημένων μας μυθιστορημάτων, οι δουλέμποροι, οι μαφιόζοι, οι υποκρίτριες, οι ρατσιστές, μισαλλόδοξοι, φοβισμένοι, κακοποιημένοι, εκδικητικοί, μπερδεμένοι, αντιφατικοί λογοτεχνικοί επινοημένοι, που μάθαμε να δεχόμαστε σαν μέρος του ποιοι είμαστε, δυνητικά, κι εμείς. Σαν αυτονόητο μέρος του ανθρώπινου σύμπαντός μας. Με μόνη διαφορά ότι αυτοί έκαναν και σπουδαία έργα.

Η «ακύρωση» χρησιμεύει σε κάποια πράγματα και βλάπτει σε άλλα. Οπως κάθε τι τιμωρητικό, προσφέρει την ανακούφιση μιας άμεσης ή διαχρονικής δικαιοσύνης. Ομως όπως κάθε τι ολοκληρωτικό, το τυφλό σάρωμα της ανθρώπινης αντιφατικότητας που παρασύρει σωρηδόν ζωές μαζί με έργα, κινδυνεύει ν’ αφήσει πίσω του μόνο στάχτες. Οπως, ας πούμε, αφήνουν και τα βιβλία που καίμε.