H απορία διατυπώνεται ως εξής. Γιατί, ενώ υπήρχαν ενδείξεις ότι ο κορωνοϊός ήταν προϊόν εργαστηριακής διαρροής, οι δημοσιογράφοι απέκρυπταν αυτό το σενάριο μέχρις ότου ξαφνικά το αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο; Γιατί, ενώ υπήρχαν ενδείξεις ότι ο Μπάιντεν δεν τραβούσε, οι δημοσιογράφοι τηρούσαν «ομερτά» μέχρις ότου ξαφνικά αποφάνθηκαν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός; Γιατί, ενώ υπήρχαν ενδείξεις ότι το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων λόγω Covid είχε καταστροφικές επιπτώσεις στη διαδικασία της μάθησης, οι δημοσιογράφοι χλεύαζαν όσους εξέφραζαν ανησυχίες μέχρις ότου ξαφνικά αναγνώρισαν ότι υπάρχει πρόβλημα;
Με άλλα λόγια, αναρωτιέται ο γνωστός γερμανοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας Γιάσα Μουνκ στον ιστότοπο Persuasion, γιατί τα μέσα ενημέρωσης πορεύονται με μια φωνή; Επειδή οι δημοσιογράφοι παίρνουν το ίδιο non paper; Επειδή αυτό που τους ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι να βγάλουν λεφτά; Οχι – ή όχι μόνο. Ο βασικός λόγος που οι δημοσιογράφοι πάνε με το ρεύμα, χωρίς να διστάζουν να το ακολουθήσουν ακόμη κι όταν αλλάξει ρότα, είναι η ανάγκη τους για κοινωνική αναγνώριση. Ο φόβος τους για τις συνέπειες που θα υποστούν αν εκφράσουν μια αιρετική άποψη. Η επιθυμία τους να μη δεχθούν δυσάρεστες ερωτήσεις στο επόμενο πάρτι. Κι όταν λέμε πάρτι, εννοούμε ένα μπάρμπεκιου, έναν καφέ για ανταλλαγή απόψεων, ένα συνέδριο, ένα ταξίδι, ένα πικνίκ, ένα ραντεβού, ένα γεύμα εργασίας.
Ο Μουνκ το πάει μακριά: για να εξηγήσει γιατί τα κοινωνικά ταμπού με τα οποία συμμορφώνονται οι δημοσιογράφοι αλλάζουν τόσο ξαφνικά και τόσο απροσδόκητα, ανατρέχει στις θεωρίες του τουρκοαμερικανού οικονομολόγου Τιμούρ Κουράν για τις ρίζες των πολιτικών επαναστάσεων. Ας μείνουμε όμως στη βασική του διαπίστωση. Και ας αναρωτηθούμε με τη σειρά μας: πάσχουν και στην Ελλάδα τα μέσα ενημέρωσης, ή τέλος πάντων κάποια μέσα ενημέρωσης, από την ασθένεια της ενιαίας άποψης; Και αν ναι, ο λόγος έχει να κάνει κι εδώ με τις ερωτήσεις στο πάρτι;
Η αντιπολίτευση, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει αμφισβητήσει επανειλημμένα την ποιότητα της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Και η απάντηση δεν μπορεί να εξαντλείται στην υπενθύμιση πως όταν το κόμμα αυτό είχε την εξουσία προσπάθησε να φιμώσει τις ενοχλητικές φωνές. Πρόβλημα υπάρχει – το δείχνει και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς τα μέσα ενημέρωσης. Και το πρόβλημα δεν περιορίζεται στον τρόπο, αποθεωτικό ή απαξιωτικό, με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο Μητσοτάκης. Τα «εθνικά θέματα», για παράδειγμα, είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο των κλισέ. Και ένας λόγος είναι πράγματι ότι όποιος απομακρύνεται από τη γραμμή δέχεται επιθέσεις και κινδυνεύει με απομόνωση.
Ομως συζήτηση γίνεται, και για τις υποκλοπές, και για τα σκάνδαλα, και για τη μετανάστευση, και για την Τουρκία. Η συζήτηση αυτή μπορεί να είναι συχνά δύσκολη ή έντονη, αλλά είναι ανοιχτή και δημόσια. H ακριβής ενημέρωση δεν δίνεται στο πιάτο, σύμφωνοι. Αλλά όποιος την ψάχνει δεν τη βρίσκει;