Μία από τις πιο διαδεδομένες θεωρήσεις της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας είναι αυτή που υποστηρίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαρκώς εντεινόμενη χρηματιστικοποίηση (financialization). Μάλιστα, η τάση υπερδιόγκωσης του χρηματοοικονομικού τομέα θεωρείται ανταγωνιστική προς μια οικονομική ανάπτυξη που θα στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και τη βιομηχανία. Επιπλέον, η διόγκωση των τοποθετήσεων στον χρηματοοικονομικό τομέα συνδυάζεται με την τάση στασιμότητας ως προς την παραγωγικότητα, για να θεμελιωθεί η θέση ότι ένας «χρηματιστικοποιημένος» καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός σε μια ιστορική δυναμική παρακμής. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά επανέρχεται μια παραδοσιακή κριτική που αντιπαραθέτει τους «ραντιέρηδες» στους «παραγωγικούς» καπιταλιστές.
Βεβαίως οι τοποθετήσεις αυτές, που συχνά στηρίζονται και σε μια επιλεκτική ανάγνωση των αναφορών του Μαρξ στο τοκοφόρο κεφάλαιο ως «πλασματικό κεφάλαιο», παραβλέπουν τον ρόλο που ιστορικά έπαιξε η ανάπτυξη του κεφαλαίου – χρήματος στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Γιατί θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών πρακτικών αντί να αποτελεί μια «παρασιτική» δραστηριότητα εις βάρος της «πραγματικής οικονομίας» είναι προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η τελευταία. Γιατί η επέκταση τέτοιων πρακτικών, που αποτελούν, επί της ουσίας, την προεπικύρωση μελλοντικών εργασιών (και των προϊόντων τους), είναι αναγκαία συνθήκη, ως προκαταβολή κεφαλαίου, για την ύπαρξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Σε μια τέτοια οπτική, η κερδοσκοπία πάνω στις χρηματοοικονομικές ροές παύει να είναι μια εκδοχή οικονομικής «παραβατικότητας» και γίνεται ένα στοιχείο της δυναμικής αυτής της διαδικασίας, ακόμη και εάν ελλοχεύει ο κίνδυνος περιοδικών κρίσεων.
Τα χρηματοοικονομικά των ΗΠΑ
Γι’ αυτόν τον λόγο είναι ιδιαίτερα σημαντικό το βιβλίο των Stephen Maher και Scott Aquanno «The Fall and Rise of American Finance. From J. P. Morgan to BlackRock», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Verso. Ο τίτλος του βιβλίου, με την αναφορά στην πτώση και την άνοδο του χρηματοοικονομικού τομέα στις ΗΠΑ, υποδηλώνει το βασικό επιχείρημα των δύο συγγραφέων, που έχοντας ως θεωρητικές αναφορές το έργο του Leo Panitch αλλά και του Νίκου Πουλαντζά προχωρούν σε μια ανασυγκρότηση της ιστορίας του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου στις ΗΠΑ για να δείξουν ότι η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας δεν σημαίνει την υπονόμευση της πραγματικής οικονομίας ούτε την απόσυρση του κράτους, αλλά τη διαρκή αναδιάρθρωσή της στον ορίζοντα της αυξημένης αποδοτικότητας, κερδοφορίας και εκμετάλλευσης πατώντας πάνω σε ένα όλο και πιο αυταρχικό κράτος.
Ανασυγκροτώντας την ιστορία του χρηματοοικονομικού τομέα στις ΗΠΑ οι δύο συγγραφείς επιμένουν στην παράλληλα ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος αλλά και της ανώνυμης μετοχικής εταιρείας και τον τρόπο που αυτό σήμαινε μια αναβάθμιση του ελέγχου που μπορούσαν να ασκούν οι μεγάλες τράπεζες στην οικονομία μέσα από τις αυξημένες συμμετοχές τους σε επιχειρήσεις. Ωστόσο, παρότι αναγνωρίζουν την αξία της θεωρίας του Hilferding για το χρηματιστικό κεφάλαιο, εντούτοις υπογραμμίζουν ότι διαψεύστηκε η πεποίθησή του ότι εντείνοντας τη συγκέντρωση και κοινωνικοποίηση της παραγωγής διευκόλυνε τη μετάβαση στον σοσιαλισμό.
Οι Maher και Aquanno προφανώς και σημειώνουν όλα τα μέτρα που ελήφθησαν στις ΗΠΑ μετά την κρίση του 1929 και τον διαχωρισμό εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής ως προσπάθεια να αποφευχθεί η επανάληψη μιας ανάλογης κρίσης. Υπογραμμίζουν τον αυξημένο ρόλο του κράτους και την αναβάθμιση της θέσης της Fed, αλλά και τον τρόπο που οι μάνατζερ πήραν τα ηνία των επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες. Ωστόσο, αυτό δεν σηματοδότησε μια υποχώρηση της χρηματιστικοποίησης. Μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι το ανώτερο μάνατζμεντ των μεγάλων εταιρικών ομίλων ολοένα και περισσότερο αντιμετώπιζε τη διοίκηση των επιχειρήσεων ως διαχείριση ροών κεφαλαίου – χρήματος και απόδοσης αυτών παρά ως διεύθυνση παραγωγικών μονάδων. Αυτό σήμαινε τον σταδιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων από συστήματα παραγωγής σε συστήματα επένδυσης.
Αγορές και νεοφιλελευθερισμός
Σε αυτό το φόντο, η ανάδυση μιας νέας ηγεμονίας του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου από τη δεκαετία του 1980 και μετά συνδυάστηκε με την παράλληλη «απορρύθμιση» των αγορών και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού ως βασικής οικονομικής ιδεολογίας. Οι δύο συγγραφείς διαφωνούν με την εκτίμηση ότι αυτή η ηγεμονία σήμαινε μια μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα και επιμένουν ότι συνδυάστηκε με τομές στην παραγωγικότητα και την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Η μεγάλη κρίση του 2008 δεν ήταν έκφραση του παρασιτικού χαρακτήρα του χρηματιστικού κεφαλαίου αλλά του εγγενώς αντιφατικού και ευμετάβλητου χαρακτήρα των αγορών αυτών.
Κατά τη γνώμη των Maher και Aquanno η κρίση του 2008 άνοιξε τον δρόμο για την ηγεμονία μιας νέας μερίδας του χρηματιστικού κεφαλαίου, αυτή που εκπροσωπείται από τις μεγάλες επενδυτικές εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις BlackRock, Vanguard και State Street που αυτή τη στιγμή διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αξίας πολλών δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων). Συνδέουν δε την ηγεμονία τους με τον νέο ρόλο που αναλαμβάνει το κράτος, ως κράτος (διαχείρισης) κινδύνου (Risk State), δηλαδή αναλαμβάνοντας να απορροφήσει και να διαχειριστεί τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο και να διατηρήσει σχετικά χαμηλά τα επιτόκια μέσα από μεγάλες παρεμβάσεις «ποσοτικής χαλάρωσης» της Κεντρικής Τράπεζας. Ηταν αυτή ακριβώς η προσπάθεια των κρατών να απορροφήσουν μέσω της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών τον εγγενή στις αγορές κεφαλαίου κίνδυνο που διευκόλυνε και τη νέα ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, με το κράτος να χρηματοδοτεί την όλη διαδικασία, αυξάνοντας ταυτόχρονα το χρέος, σε συνδυασμό με φαινόμενα όπως η ύπαρξη συνταξιοδοτικών ταμείων με τεράστιες αποταμιεύσεις προς επένδυση.
Εκδημοκρατισμός του χρηματοοικονομικού τομέα
Για τους δύο συγγραφείς οποιαδήποτε πολιτική προσπάθεια για μια δικαιότερη κοινωνική οργάνωση δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τον εκδημοκρατισμό του χρηματοοικονομικού τομέα. Ομως, αυτό περνάει μέσα από έναν πραγματικό εκδημοκρατισμό του κράτους, δηλαδή τον έλεγχο από την ίδια την κοινωνική πλειοψηφία των βασικών κόμβων του, μέσα από νέες μορφές δημοκρατικής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των χρηματοοικονομικών θεσμών, άρα και των κεντρικών τραπεζών.