Η τυφλή πολλαπλή δολοφονική τρομοκρατική επίθεση της περασμένης εβδομάδας στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας δεν έφερε στη χώρα μόνον πένθος, μα εξίσου οργή και ανασφάλεια. Και αυτά έχουν άλλους «νόμους» από τον πόνο: δεν σχετίζονται πλέον με τη θλίψη, αλλά με τα αντανακλαστικά του συλλογικού φόβου, την πρόταξη επιθετικής αυτοπροστασίας, κάτι που καταλήγει να περιλαμβάνει για μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης πρακτικές εκδίκησης και μαζικής συλλογικής ευθύνης πληθυσμιακών ομάδων. Και που για αυτόν ακριβώς τον λόγο πρόκειται αυτομάτως από τη φύση τους για αντανακλαστικά όχι πλέον προσωπικά ή απλώς κοινωνικά, αλλά πολιτικά, και μάλιστα στην πιο επιθετική τους μορφή. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε είναι που αποκτούν την πραγματική τους σημασία από εκείνο το σημείο και πέρα: δηλαδή από την ώρα που αυτομάτως γίνονται «βούτυρο στο ψωμί» των πολιτικών δυνάμεων που επενδύουν συστηματικά στη στοχοποίηση τέτοιων εχθρών, κάτι που συμβαίνει πλέον διεθνώς και που αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Ετσι, το πολιτικό διά ταύτα της τραγωδίας είναι ένα: ότι η ούτως ή άλλως επελαύνουσα γερμανική Ακροδεξιά, που γεννήθηκε με την υπόγεια ευλογία και βοήθεια του Σόιμπλε, μπορεί να χύνει κροκοδείλια δάκρυα για τα θύματα, να θρηνεί και να μιλάει με αγωνία για το μέλλον της πατρίδας, αλλά, στην πραγματικότητα, πίσω από τις κλειστές πόρτες, τρίβει όλο χαρά τα χέρια της: η τρομοκρατία, η ανασφάλεια και η οργή που αυτήν που παράγει γίνονται ξαφνικά εκ των πραγμάτων οι πιο πολύτιμοι σύμμαχοί της στην επερχόμενη μάχη προς την εξουσία – και, μάλιστα, χωρίς η ίδια να χρειαστεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό, εκτός από το να σπεκουλάρει και να προπαγανδίζει εκ του ασφαλούς και, πρακτικά, χωρίς αντίλογο σε μία κοινωνία που είναι κάθε μέρα όλο και πιο έτοιμη να την ακούσει
Συνεπώς, η γνωστοποίηση ότι ο ISIS ανέλαβε την ευθύνη της τρομοκρατικής επίθεσης καθίσταται με έναν τρόπο πολιτικά πιο τρομακτική και από την ίδια την επίθεση αυτή καθαυτή. Και στην πορεία προς τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, όπου για πρώτη φορά από την εποχή της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης η γερμανική Ακροδεξιά διεκδικεί πλέον με πολύ σοβαρές πιθανότητες όχι απλώς να καταστεί δεύτερο κόμμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά και να είναι ίσως απαραίτητη ακόμα και η συμμετοχή της για τον σχηματισμό της επόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αυτό το γεγονός λειτουργεί ως ένας πολλαπλασιαστής ισχύος που η αποτελεσματικότητά του δεν είναι απλό να μετρηθεί – πάντως δεν θα είναι καθόλου αμελητέα όσο πολλοί θέλουν να ελπίζουν.
Γεγονότα σαν αυτό ασκούν όμως τέσσερις ακόμα σημαντικές επιδράσεις:
Πρώτον, ότι επειδή δεν πρόκειται για επιθέσεις που απαιτούν πολύπλοκους σχεδιασμούς και προετοιμασίες, είναι πολύ δύσκολο να «πιαστούν» από τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας προτού συμβούν, καθώς τέτοια στάδια προετοιμασίας ουσιαστικά δεν υφίστανται.
Δεύτερον, ότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει πώς, πού, πότε και από ποιον και γιατί μπορεί να υπάρξει κάτι αντίστοιχο: είναι ένας τρόμος στον απόλυτο βαθμό. Αυτό δεν φαίνεται ίσως τώρα, αλλά θα φανεί πολύ καθαρά και θα εμπεδωθεί στο απευκταίο ενδεχόμενο επανάληψης αντίστοιχης επίθεσης κάπου αλλού στη χώρα.
Τρίτον, έχουν μία ακόμα διάσταση, με μεγάλη σημασία: δυσχεραίνουν πιθανώς με μεγάλη αποτελεσματικότητα προσπάθειες των αντίπαλων κοινωνικών ομάδων να προλάβουν το επερχόμενο κακό της πορείας της Ακροδεξιάς προς την εξουσία. Οι πυκνές διαδηλώσεις που έγιναν προ καιρού στη Γερμανία σε πολλές πόλεις εναντίον της ακροδεξιάς επέλασης και οι οποίες είχαν κάποιο αποτέλεσμα, δεν θα είναι το ίδιο εύκολο να επαναληφθούν με αντίστοιχη επιτυχία αν η χώρα αντιμετωπίσει ικανό αριθμό τέτοιων κρουσμάτων στην πορεία προς τις εκλογές.
Τέταρτον, αυτά συμβαίνουν με τη Χριστιανοδημοκρατία να είναι μεν τυπικά και ως εικόνα κάθετα αντίθετη προς κάθε ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με την AfD, όμως, ουσιαστικά, στο εσωτερικό της να βράζει γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Που αν γίνει πραγματικότητα, θα επέλθει τσουνάμι στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Γιατί οι γερμανοί ακροδεξιοί δεν είναι, όπως διάφοροι άλλοι, διαχειρίσιμη υπόθεση. Είναι ο πραγματικός εφιάλτης.