Υπό κανονικές συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα έπρεπε να ζει μέσα σε ένα δημιουργικό βουητό. Τα στελέχη του να επικοινωνούν με τους πολίτες εισπράττοντας διαμαρτυρίες και προτάσεις, να συσκέπτονται με τους ειδικούς συνεργάτες τους και εξαιρετικούς επιστήμονες που θα τους δάνειζαν τη γνώση τους, να ετοιμάζονται δημιουργικά για να αντικαταστήσουν την κουρασμένη κυβέρνηση, που πλέον αδυνατεί να τροφοδοτήσει με ελπίδα την κοινωνία, φέρνοντας τη δική τους ελπίδα.

Αντ’ αυτού, ό,τι έχει απομείνει από στελεχικό δυναμικό και βουλευτές, έχει ανεβεί σε ένα ρινγκ, που βρίσκεται σε δημόσια θέα (κι αν δεν βρίσκεται, υπάρχει φροντίδα το φιλοθέαμον κοινό να μαθαίνει αμέσως τις εξελίξεις), ένα ρινγκ στο οποίο όλοι αλληλογρονθοκοπούνται. Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων.

Του Κώστα Σκλαβενίτη

Στην κατάσταση αυτή βρίσκεται και σήμερα. Οσα συνέβησαν προχθές στην Κοινοβουλευτική Ομάδα δείχνουν ότι απλώς διεξάγεται σκληρό παιχνίδι συμμαχιών για τον έλεγχο των μηχανισμών. Ενδεικτικό είναι και το επεισόδιο Λινού: ο Στέφανος Κασσελάκης την απέπεμψε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα χωρίς και να συνεδριάσει κάποιο όργανο, έπειτα από τις ασαφείς κατηγορίες του Παύλου Πολάκη. Της ζήτησε μάλιστα να παραδώσει την έδρα, μένοντας ανυπεράσπιστη σε ένα μηχανισμό αυτοδικίας. Προφανώς δεν του έκανε τη χάρη – του παρέδωσε όμως τον τίτλο της βουλεύτριας, κρατώντας για τον εαυτό της τον τίτλο της βουλευτίνας.

Στην κατάσταση αυτή, προφανώς, έφερε το κόμμα η ιδρυτική του ομάδα και η πολιτεία της – και κυρίως ο πρόεδρός του, ο Αλέξης Τσίπρας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2019, είχε επιλέξει να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική (όχι την αυτεπιβεβαιωτική, την ψεύτικη, με την οποία παραμύθιαζε τον κόσμο της Αριστεράς ο πρώτος διδάξας την αυτοκριτική, ο Στάλιν), ίσως είχε καταφέρει να αναδιοργανωθεί ως κανονικό κόμμα εξουσίας: με ομάδες εκπόνησης προγράμματος, με στελέχη που θα παρακολουθούσαν τομείς δραστηριότητας της κυβέρνησης κάνοντάς της αξιόπιστη κριτική, με δημοκρατική κουλτούρα στήριξης των θεσμών και προετοιμασίας της εναλλαγής.

Ο,τι κάνουν τα ώριμα κόμματα στις ώριμες δημοκρατίες, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε ούτε να το σκεφτεί. Επέστρεψε σε αυτό που ήξερε: στην τοξικότητα, στην προσωπική σπίλωση αντιπάλων, σε συνθηματολογία καταστροφής και σε λογικές σαμποτάζ. Φτάσαμε ο ηγέτης του να επικρίνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη επειδή είχε πρόγραμμα για την πανδημία, να σχετικοποιεί ακόμα και τα αντιεμβολιαστικά προγράμματα – ενώ ο πάντα επίκαιρος Παύλος Πολάκης πρότεινε ως θεραπεία την ιβερμεκτίνη, ένα αντιπαρασιτικό για ζώα.

Αυτή την άρνηση της πολιτικής, την πλήρωσε πρώτος ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Ο οποίος, αφού είδε το κόμμα του να συντρίβεται στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο στην ηγεσία του. Λένε ότι έφυγε για να γυρίσει όταν θα ωριμάσουν οι συνθήκες. Τελικά, όμως, οι συνθήκες παραωρίμασαν και το κόμμα σιγά σιγά διαλύεται. Οταν οι συνθήκες έχουν απολύτως ωριμάσει, ο Τσίπρας δεν θα έχει κόμμα.

Ακούω ότι θα φτιάξει άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς µπορεί να φτιάξει κάποιος ένα κόµµα από το μηδέν, όταν δεν μπόρεσε να φτιάξει εκείνο του οποίου παντοδύναμος ηγούνταν. Και μάλιστα, χωρίς να μπορεί να διαθέσει προς πώληση σε ιδεολόγους έστω την παρηγορητική και μυθολογική αριστερή ιδεολογία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, που συγκροτήθηκε στο όνομα μιας ριζοσπαστικής αριστερής ρητορικής, ήταν ένας αγοραίος και τυχοδιωκτικός μηχανισμός εξουσίας. Ηταν – και παραμένει.

Σελίδα 5 και σελίδα 35

Ισως το πιο ενδιαφέρον στιγμιότυπο της χθεσινής μέρας ήταν ένα αίτημα του Στέφανου Κασσελάκη προς τον Κωνσταντίνο Τασούλα. Προφανώς με στόχο τον κατευνασμό του Παύλου Πολάκη, που θα διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, και σε συνδυασμό με την εξέλιξη στο θέμα της Αθηνάς Λινού, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό «χυδαίος ζήτουλας προσοχής», που είχε απευθύνει στον βουλευτή Χανίων.

Ο Κωνσταντίνος Τασούλας είχε αποκαλέσει έτσι τον Παύλο Πολάκη στις 25 του περασμένου Ιουλίου, έπειτα από τον προπηλακισμό εκ μέρους του εργαζόμενης σε επιτροπή της Βουλής, για την οποία ο κρητικός βουλευτής πίστευε ότι έκανε γκριμάτσες. Κανείς τότε δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε για την απόφαση του προέδρου να περικόψει μισό μισθό του Πολάκη (ο οποίος άλλωστε απομακρύνθηκε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα) ούτε για τον χαρακτηρισμό που του απηύθυνε.

Ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος θυμήθηκε να ζητήσει την ανάκληση εκείνου του χαρακτηρισμού 35 μέρες μετά, μόλις χθες, προσωπικά μου θύμισε έναν θρύλο των κόμικς, δημιούργημα των Γκοσινί και Μορίς: τον Ραν-ταν-πλαν, τον σκύλο του Λούκυ Λουκ. Που κάποιος πατάει την ουρά του στη σελίδα 5 και εκείνος θυμάται να πονέσει, κάνοντας «κάι-κάι», στη σελίδα 35.