Οι «έντεκα αλλαγές» για το σχολείο, που εξαγγέλθηκαν χθες, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Πολύ σωστά, π.χ., θα απαγορευτούν τα κινητά τηλέφωνα στην τάξη, αν και πάντα το θέμα είναι ποιος θα επιβάλει την απαγόρευση. Οσο για τις τιμωρίες, τις μονοήμερες, τις τριήμερες ή τις πενταήμερες αποβολές, και την επιστροφή της βαριάς ποινής της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος, φοβάμαι ότι θα αναζωπυρώσουν έναν μοντεσοριανού τύπου ακτιβισμό, ο οποίος θα ξεκινάει από το ίδιο το σχολείο που τιμωρεί και θα κινείται στο γνωστό μοντέλο της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης, που προϋποθέτει την άρνηση της ατομικής ευθύνης και επιδιώκει την κατάργηση κάθε κοινωνικής ιεραρχίας.

Το θέμα μου όμως δεν είναι οι παρενέργειες μιας σειράς μέτρων που είναι απαραίτητα. Το θέμα μου είναι ότι ούτε αυτές οι αλλαγές θα αλλάξουν το σχολείο. Ούτε αυτές οι αλλαγές θα δρομολογήσουν την επιστροφή της γνώσης στις τάξεις. Το τύποις δημόσιο δωρεάν σχολείο θα συνεχίσει να είναι ένα πέρασμα – και το τύποις δημόσιο δωρεάν λύκειο θα συνεχίσει να είναι μια βαρετή υποχρέωση, πριν από τα φροντιστήρια, όπου προετοιμάζονται οι μαθητές για να γίνουν φοιτητές, μαθαίνοντας κλισέ, στερεότυπα – και σε κάποια μαθήματα, όπως η Ιστορία, παπαγαλία όλες τις σελίδες της διδακτέας ύλης. Εχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια που το σχολείο παραιτήθηκε των απαιτήσεών του όχι από τα παιδιά να μάθουν αλλά κι από τους καθηγητές να διδάξουν.

Του Κώστα Σκλαβενίτη

Δείτε τι γίνεται με τα μαθήματα. Η Ιστορία, για την οποία η Αριστερά κατηγορούσε το σχολείο ότι φτιάχνει τα επιχειρήματα του οικείου εθνικισμού, μαθαίνεται παπαγαλία – διδάσκεται άλλωστε από φιλολόγους, που στις Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν τολμούν να διορθώσουν παρά σε αντιπαραβολή με τα βιβλία. Η ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν διδάσκεται – κι αυτό φαίνεται στα ΜΜΕ, ακόμα και στα μεγάλα σάιτ και στα κανάλια, τα ελληνικά έχουν αντικατασταθεί από τις ελληνικούρες του Διαδικτύου.

Η εισαγωγή της φιλαναγνωσίας δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Ενα υποχρεωτικό βιβλίο τον χρόνο για όλους είναι ένα βάρος για όλους – και με τίποτα δεν οδηγεί στην κατανόηση κειμένου. Ούτε κι όταν τους μιλάνε συγγραφείς. Πολλοί συγγραφείς, μάλιστα σε ρόλο δασκάλων, είναι βαρετοί έως ενοχλητικοί, επειδή συνήθως έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και το δείχνουν.

Κατανοώ την προσπάθεια του κράτους να φέρει σε επαφή το σχολείο με τις λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, που ενδιαφέρουν όλο και λιγότερο τη Δύση, καταρρέουν γρήγορα και στην Ελλάδα, επειδή τουλάχιστον δύο γενιές αποφοίτων τις εξουδετέρωσαν από τα νοήματά τους: μια αιτία, όχι η μόνη, είναι ότι το σχολείο δεν εμπνέει, δεν ανοίγει δρόμους πλην του δρόμου προς το φροντιστήριο, δεν ανταποκρίνεται στον ρόλο του. Οι εκπαιδευτικοί καλύπτουν θέσεις εργασίας – αλλά μπορούν όντως να εμπνεύσουν, μπορούν να γίνουν η κινητήριος ψυχή της τάξης; Η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί, επειδή τα μέτρα που λαμβάνονται είναι μηχανιστικά – και δεν φτάνουν στη ρίζα.

Το θέμα είναι πώς τα σχολικά στελέχη, οι εκπαιδευτικοί, θα βρουν τον δρόμο της έμπνευσης του ακροατηρίου τους, των μαθητών τους. Και ποιος ή ποιοι θα τους εμπνεύσουν, θα τους πείσουν ότι δεν είναι απλώς χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, ότι έχουν υψηλής σημασίας κοινωνικό ρόλο: την καλλιέργεια των μαθητών τους. Οχι το ιδεολογικό ντρεσάρισμα, αλλά τη γνώση, την αγωγή, την προετοιμασία για μια ζωή δημιουργικά ανταγωνιστική.

Η μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου είχε εμπνευστή τον Ευάγγελο Παπανούτσο. Ο Μητσοτάκης δεν έχει σοφούς να τους ακούσει και να υλοποιήσει τις επιταγές τους;