Η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν μια βαλκανική κωμόπολη που προσπαθούσε να καμωθεί την πρωτεύουσα. Είχε μάλιστα μπροστά της ένα μεγάλο διεθνές στοίχημα, τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το μεγαλύτερο event (όπως θα λέγαμε στα σημερινά) που είχε γίνει μέχρι τότε στο νέο ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με την απογραφή του 1889 μάλιστα, την πρώτη που έγινε σύμφωνα με τους όρους που διαμορφώθηκαν σε διεθνή στατιστικά συνέδρια, ο Δήμος Αθηναίων είχε 114.355 κατοίκους. Και ούτε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Το Κολωνάκι δεν είχε ακόμη χτιστεί, τα Πατήσια ήταν εξοχή με καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οι παλαιότεροι πρωτευουσιάνοι θυμούνταν, γύρω από το αρχοντικό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στο Σύνταγμα, σκηνές όπου διέμεναν οι καλεσμένοι του από τη Μάνη.

Οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής αγαπούσαν πολύ τα καφενεία και το θέατρο. Κυρίως το μουσικό σε σχέση με το θέατρο πρόζας. Ισως διότι στο πρώτο έπαιζαν και γυναίκες που η συμμετοχή τους ανακοινωνόταν από τους πλανόδιους ντελάληδες, οι οποίοι αναλάμβαναν τη διαφημιστική προβολή των παραστάσεων, ως μέγα γεγονός: «Επί σκηνής και πραγματική γυναίκα». Αντίθετα, στα θέατρα πρόζας δυσκολεύονταν να βρουν γυναίκες και έχω την εντύπωση ότι θα είχαν βαρεθεί να παίζουν τη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, σαν σήμερα πριν από 130 χρόνια, στο θέατρο «Παράδεισος», ανέβηκε από τον θίασο «Πρόοδος» του Δημήτρη Κοτοπούλη (πατέρα της Μαρίκας Κοτοπούλη) μία πρωτόγνωρη για τους Αθηναίους φόρμα θεατρικής παράστασης: επιθεώρηση. Μια «γραφειοκρατική» κάπως μετάφραση του γαλλικού θεατρικού όρου revueπου σημαίνει «ξανακοίταγμα». Η «Νέα Εφημερίς» μάλιστα αναφερόταν ως «…ένα είδος ανακεφαλαιώσεως επί σκηνής των εν Αθήναι συμβαινόντων επί το σατιρικώτερον αβλαβώς και ακάκως». Ο τίτλος ήταν «Λίγο απ’ όλα» και συγγραφέας ένας… βουλευτής, ο Μίκιος Λάμπρος, που όμως κράτησε την ανωνυμία του έως την πρεμιέρα διότι… ντρεπόταν τους συναδέλφους του στη Βουλή ενώ σε ένα από τα νούμερα εμφανιζόταν και η 7χρονη τότε Μαρίκα Κοτοπούλη. Η παράσταση είχε θεωρηθεί, αρχικά, ρίσκο καθώς ερχόταν μετά τον θρίαμβο της «Γκόλφως» του Περσιάδη που είχε ανεβεί στο ίδιο θέτρο. Εσπασε όμως ταμεία και καθιέρωσε από τότε ένα θεατρικό είδος που ενώ δεν είναι ελληνικής προέλευσης, απέκτησε πολύ γρήγορα ξεκάθαρα ελληνικά χαρακτηριστικά. Τους λόγους τους αναφέρει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του στα «ΝΕΑ», όπου επισημαίνει ότι οι θιασάρχες που στράφηκαν σε αυτό το είδος μιμούμενοι ξένους θιάσους, μην μπορώντας να αντέξουν το κόστος του θεάματος, έδωσαν μεγαλύτερο βάρος στα κείμενα και τους ηθοποιούς.

Από τότε η επιθεώρηση πέρασε πολλές φάσεις ακμής και παρακμής. Το περίεργο μάλιστα είναι ότι σε περιόδους αυστηρής λογοκρισίας όπως ήταν η κατοχή και η χούντα, ανέβαιναν πολλές επιθεωρήσεις παίζοντας ένα κρυφτούλι με τους λογοκριτές και κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στο κοινό που έπιανε στον αέρα το νόημα των λέξεων πίσω από τους φθόγγους. Κι αυτή η αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ σκηνής και πλατείας δεν νομίζω ότι μπορεί να αναπτυχθεί σε κανένα άλλο είδος θεάτρου.

Και εσύ χτενίζεσαι

Αν το 1894 είναι η χρονολογία «γέννησης» της ελληνικής επιθεώρησης, το 1973 είναι η χρονιά της αναγέννησής της που σηματοδότησε και την αναβάθμισή της. Μια παρέα που ξεκίνησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου με τη φιλοσοφία της «θεατρικής ομάδας», όρος που λειτουργούσε πολύ εκείνη την εποχή, ανέβασε, ως Ελεύθερο Θέατρο, στο Αλσος Παγκρατίου την παράσταση «Κι εσύ χτενίζεσαι». Που δεν άλλαξε μόνο την επιθεώρηση. Αλλαξε κι εμάς.

Η γενιά μου (αλλά και οι επόμενες χωρίς ίσως να το έχουν συνειδητοποιήσει) μάθαμε πολλά από το Ελεύθερο Θέατρο. Πρώτα απ’ όλα μια νέα γλώσσα που πάνω και σε αυτήν στηρίχθηκε η έκρηξη του περιοδικού Τύπου στη δεκαετία του 1980, τα κωμικά σίριαλ που έγιναν τεράστιες επιτυχίες στην ιδιωτική τηλεόραση και πολλά θεατρικά σχήματα που προσπάθησαν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, να «βαδίσουν» στα χνάρια του Ελεύθερου. Μάθαμε να κοιτάμε λοξά την πραγματικότητα, να ξεχωρίζουμε το σοβαρό από το σοβαροφανές και, κυρίως, να συμφιλιωθούμε με το ότι το συναίσθημα μπορεί να ανθίσει και στο ευτελές. Οπως ακριβώς το λέει ο Σταμάτης Φασουλής στη φετινή του επιθεώρηση στο Αλσος.