Η δοκιμή νέων θεραπειών και εμβολίων μπορεί να διαρκέσει χρόνια, αν όχι δεκαετίες, για να συγκεντρωθούν αρκετά δεδομένα, οπότε οι επιστήμονες στρέφονται σε μια αμφιλεγόμενη προσέγγιση που περιλαμβάνει τη σκόπιμη μόλυνση εθελοντών με δυνητικά θανατηφόρους ιούς, παράσιτα και βακτήρια.
Ήταν κάτι ασυνήθιστο για έναν εθελοντή. Αλλά ήταν εδώ – μια ομάδα νέων ενηλίκων, που περίμεναν να δεχτούν επίθεση από κουνούπια που μεταφέρουν ένα παράσιτο το οποίο σκοτώνει περισσότερους από 600.000 ανθρώπους κάθε χρόνο!
Η ομάδα είχε συμφωνήσει να συμμετάσχει σε μια ιατρική δοκιμή στο Ινστιτούτο Jenner του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, για να δοκιμαστεί ένα νέο εμβόλιο κατά της ελονοσίας. Το εμβόλιο – γνωστό ως «R21» – ακόμη και στις πρώτες του ημέρες, είχε ήδη προκαλέσει ενθουσιασμό μεταξύ των επιστημόνων, όπως τονίζει το BBC.
Πώς έγινε το πείραμα
Η δοκιμή πραγματοποιήθηκε το 2017, αν και το Ινστιτούτο έκανε παρόμοια πειράματα με κουνούπια από το 2001. Κάθε εθελοντής οδηγήθηκε σε ένα εργαστήριο. Εκεί, πάνω σε ένα τραπέζι, υπήρχε ένα μικρό δοχείο, σε σχήμα περίπου φλιτζανιού του καφέ, με ένα κάλυμμα από γάζα από πάνω. Στο εσωτερικό του υπήρχαν πέντε κουνούπια που βούιζαν, εισαγόμενα από τη Βόρεια Αμερική, τα οποία είχαν μολυνθεί με το παράσιτο της ελονοσίας.
Ο εθελοντής τοποθετούσε το χέρι του στο πάνω μέρος του δοχείου, ώστε τα κουνούπια να πιάσουν δουλειά, τσιμπώντας μέσα από το κάλυμμα και στο δέρμα του εθελοντή. Καθώς τα έντομα ρουφούσαν το αίμα του πρόθυμου θύματός τους, το σάλιο που χρησιμοποιούσαν τα κουνούπια για να μην πήξει το γεύμα τους μπορούσε να μεταφέρει το παράσιτο της ελονοσίας στην πληγή.
Η ελπίδα ήταν ότι το εμβόλιο προσέφερε στους εθελοντές αρκετή προστασία ώστε να μην αναπτύξουν ελονοσία.
Η «δοκιμή ανθρώπινης πρόκλησης»
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που είναι γνωστό ως «δοκιμή ανθρώπινης πρόκλησης» – ένα πείραμα στο οποίο ένας εθελοντής εκτίθεται σκόπιμα σε μια ασθένεια.
Μπορεί να ακούγεται επικίνδυνο, ίσως ακόμη και απερίσκεπτο, να εκθέτεις εν γνώσει σου ένα άτομο σε μια μόλυνση που θα μπορούσε να το αρρωστήσει σοβαρά. Πρόκειται όμως για μια προσέγγιση που έχει γίνει δημοφιλής τις τελευταίες δεκαετίες στην ιατρική έρευνα. Και είναι μια μέθοδος που αποδίδει καρπούς, με ορισμένες αξιοσημείωτες ιατρικές νίκες.
Το εμβόλιο R21 αποδείχθηκε αργότερα ότι είναι έως και 80% αποτελεσματικό στην πρόληψη της ελονοσίας και έγινε το δεύτερο εμβόλιο κατά της ελονοσίας στην ιστορία που συνιστάται για χρήση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Πρόσφατα, οι πρώτες δόσεις του εμβολίου χορηγήθηκαν σε μωρά στην Ακτή Ελεφαντοστού και στο Νότιο Σουδάν – και οι δύο χώρες χάνουν χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο από την ελονοσία.
Και αυτό κατέστη δυνατό, εν μέρει τουλάχιστον λένε οι επιστήμονες, λόγω των εθελοντών που πρόθυμα πίεζαν αυτά τα γεμάτα κουνούπια δοχεία στα χέρια τους.
Τώρα, οι επιστήμονες επιδιώκουν να μολύνουν σκόπιμα εθελοντές με όλο και περισσότερες ασθένειες, με την ελπίδα να αναπτύξουν ολοένα και πιο αποτελεσματικά εμβόλια και θεραπείες. Παθογόνα όπως ο Ζίκα, ο τύφος και η χολέρα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε δοκιμές πρόκλησης. Άλλοι ιοί, όπως η ηπατίτιδα C, συζητούνται ως μελλοντικοί υποψήφιοι.
Γιατί ανησυχούν ορισμένοι επιστήμονες
Οι υποστηρικτές πιστεύουν ότι τα οφέλη αυτών των μελετών υπερτερούν των κινδύνων, εάν διεξάγονται υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ωστόσο, ορισμένες πρόσφατες δοκιμές έχουν προσκρούσει στα όρια της ιατρικής δεοντολογίας και κορυφαίοι επιστήμονες αισθάνονται ήδη άβολα για την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται τώρα τα πειράματα που κάποτε ήταν ταμπού.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να ανατρέξουμε σε μερικές από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιατρικής ιστορίας. Όπως για παράδειγμα, τα διαβόητα πειράματα που διεξήγαγαν Ναζί επιστήμονες, οι οποίοι μόλυναν τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με το βακτήριο της φυματίωσης και άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς.
Λιγότερο γνωστές είναι οι ενέργειες Αμερικανών γιατρών στη Γουατεμάλα, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του 1940 μόλυναν σκόπιμα 1.308 άτομα με σύφιλη και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αποκαλύφθηκε ότι οι γιατροί του κρατικού σχολείου Willowbrook στη Νέα Υόρκη είχαν εκθέσει περισσότερα από 50 παιδιά με ειδικές ανάγκες σε ηπατίτιδα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, με σκοπό τη δημιουργία εμβολίου. Μεταξύ των ιατρικών ερευνητών, το Willowbrook έχει γίνει συνώνυμο της κακής ερευνητικής δεοντολογίας. Αλλά τα πειράματα του Willowbrook συνέβαλαν επίσης στην ανακάλυψη ότι υπήρχαν περισσότερα από ένα παθογόνα που ευθύνονταν για την ηπατίτιδα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, οι επιστήμονες σε χώρες υψηλού εισοδήματος συνέταξαν κατευθυντήριες γραμμές για τις κλινικές δοκιμές, θέτοντας ως πρωταρχικό μέλημα την ευημερία των εθελοντών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι δοκιμές ανθρώπινης πρόκλησης μειώθηκαν.
Ο ρόλος που έπαιξε ο κορονοϊός Covid-19
Όλα αυτά τα ζητήματα ήρθαν στο προσκήνιο το 2021, όταν το Imperial College του Λονδίνου ανακοίνωσε την πρώτη παγκοσμίως μελέτη ανθρώπινης πρόκλησης Covid-19.
Η μελέτη παρείχε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το γιατί ορισμένοι άνθρωποι είναι σε θέση να μην αρρωστήσουν ακόμη και όταν έχουν μολυνθεί. Αποκάλυψε ότι έχουν μια τοπική ανοσολογική απόκριση στην επένδυση της μύτης τους, που εμποδίζει τον ιό να εισχωρήσει στον οργανισμό τους.
Όμως η μελέτη δημιούργησε επίσης μία διαμάχη. Ο Covid-19 δεν έχει καμία θεραπεία και απρόβλεπτες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Τριάντα έξι νέοι ενήλικες εκτέθηκαν στον ιό μέσω ενός υγρού που έπεσε στη μύτη τους και τέθηκαν σε καραντίνα για 14 ημέρες σε νοσοκομείο του Λονδίνου.
«Είδαμε ότι [οι εθελοντές] είχαν τον ιό που πολλαπλασιαζόταν στη μύτη και το λαιμό τους και παρέμειναν μολυσματικοί για περίπου 10 ημέρες», λέει μία από τους συγγραφείς της μελέτης, η Anika Singanayagam, κλινική λέκτορας στο Imperial College του Λονδίνου.
Υπήρχαν και διαφωνούντες
Όμως ο Ντάνιελ Σούλμασι, διευθυντής του Ινστιτούτου Δεοντολογίας Kennedy του Πανεπιστημίου Georgetown, πιστεύει ότι η συγκεκριμένη μελέτη του Imperial δεν πέρασε τον έλεγχο δεοντολογίας.
«Δεν μάθαμε πολλά από αυτήν, που δεν θα μπορούσαμε να είχαμε μάθει με άλλο τρόπο», επισημαίνει. «Ο κορονοϊός ήταν κάτι καινούργιο. Δεν γνώριζαν πραγματικά πολλά για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες». Επισημαίνει επίσης ότι αρκετά εμβόλια κατά του Covid-19 είχαν ήδη εγκριθεί μέχρι την έναρξη της δοκιμής μειώνοντας την ανάγκη ανάληψης κινδύνου.
Σε γραπτή δήλωσή του, το Imperial College του Λονδίνου ανέφερε ότι το «remdesivir» – η αντι-ιική θεραπεία που μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρής ασθένειας στους ασθενείς με Covid-19 – ήταν διαθέσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης για κάθε εθελοντή που δεν αισθανόταν καλά περισσότερο από το αναμενόμενο.
«Όταν η μελέτη εγκρίθηκε δεοντολογικά, βρισκόμασταν ήδη ένα χρόνο μέσα στην πανδημία», αναφέρει εκπρόσωπος του πανεπιστημίου. «Μέχρι τότε, υπήρχαν πολλές πληροφορίες σχετικά με τη νόσο σε νέους υγιείς ενήλικες, οι οποίοι διέτρεχαν πολύ χαμηλό κίνδυνο σοβαρής νόσου». Πρόσθεσε ότι η μελέτη «παρείχε πληθώρα δεδομένων σχετικά με τη μόλυνση με Covid-19, κάτι που δεν ήταν δυνατό με άλλους τύπους δοκιμών».
Θα κάνουν δοκιμές για την υποπαραλλαγή Όμικρον
Έκτοτε, έχουν ξεκινήσει και άλλες δοκιμές ανθρώπινης πρόκλησης για τον Covid-19. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Jenner της Οξφόρδης στρατολογούν τώρα ασθενείς για μια δοκιμή που θα μολύνει σκόπιμα εμβολιασμένους εθελοντές με την υποπαραλλαγή Όμικρον (BA.5.).
Στόχος είναι να κατανοήσουν περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο τα εμβόλια αλληλεπιδρούν με τις υποπαραλλαγές του ιού. Οι συμμετέχοντες θα λάβουν 4.935 λίρες Αγγλίας (6.400 δολάρια) για το χρόνο τους και τα έξοδα μετακίνησης.
Οι επιστήμονες συμφωνούν σε ένα πράγμα: είναι πιθανό να δούμε περισσότερες δοκιμές ανθρώπινης πρόκλησης στο μέλλον, όχι λιγότερες. Ο κατάλογος των παθογόνων που θα χρησιμοποιηθούν θα αυξηθεί επίσης, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που είναι επικίνδυνοι και μη θεραπεύσιμοι.
Με τους σωστούς ελέγχους, λένε, οι δοκιμές ανθρώπινης πρόκλησης θα μπορούσαν να φέρουν ταχύτερη και καλύτερη ανάπτυξη εμβολίων για ασθένειες που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα εδώ και αιώνες.