Τι μπορεί να συμβαίνει όταν η σύγχρονη επιστήμη δείχνει παιδιά ενός μικρού χωριού των Μάγια, να έχουν περιορισμένες νοητικές ικανότητες, αλλά στην καθημερινότητά τους να έχουν αναπτύξει δεξιότητες ήδη από τα… τρία τους; Μήπως ότι οι επιστήμονες πέσανε θύμα προκατάληψης;

Με μια τέτοια δυσάρεστη εμπειρία ήρθαν αντιμέτωποι επιστήμονες στις ΗΠΑ όταν διεξήγαγαν πειράματα σε παιδιά σε ένα αγροτικό χωριό στη χερσόνησο Γιουκατάν του Μεξικού.

Συγκεκριμένα, η ομότιμη καθηγήτρια πολιτιστικής αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βορειοανατολικού Ιλινόις,  Σούζαν Γκάσκινς, εφάρμοσε στα παιδιά το διάσημο πείραμα με τα γλυκίσματα (Marshmallow Test). Ειδικότερα, τοποθέτησε μπροστά στα παιδιά πολλά γλυκίσματα, δίνοντάς τους δύο επιλογές: να φάνε τη λιχουδιά εκείνη τη στιγμή ή να περιμένουν και να πάρουν διπλή ποσότητα.

Το εν λόγω τεστ έχει σκοπό να αναδείξει τη σημασία της αναβαλλόμενης ευχαρίστησης για τα παιδιά μικρής ηλικίας και να τα συναρτήσει με τις αρετές του αυτοελέγχου και της υπομονής. Επιδεικνύοντας κανείς αυτοσυγκράτηση αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντας επιτυχίας στο σχολείο και όχι μόνο.

Η εξαιρετικά έμπειρη επιστήμων πάνω στη μελέτη της ιθαγενούς κοινότητας, προέβλεψε ότι θα αντέξουν, καθισμένοι στις θέσεις τους περιμένοντας το δεύτερο κέρασμα ενώ εκείνη έφευγε από το δωμάτιο. Ωστόσο, προς μεγάλη της απογοήτευση, δύο παιδιά έφαγαν τα γλυκίσματα και τέσσερα βγήκαν από το δωμάτιο. Τα παιδιά απέτυχαν και σε άλλα πειράματα που δοκίμασε η Γκάσκιν.

Το αίνιγμα για την Αμερικανίδα ψυχολόγο εδράζεται στο γεγονός ότι τα παιδιά των Μάγια, ήδη από την ηλικία των 3 ετών, αρχίζουν να ντύνονται και να κάνουν μπάνιο μόνα τους, να οργανώνουν ανεξάρτητα τις καθημερινές τους δραστηριότητες και να βοηθούν στις δουλειές. Αλλά βάσει των τεστ, δεν δικαιολογείται τέτοιος βαθμός εκπληκτικής πρώιμης λειτουργικότητας. Ένας ερευνητής που δεν γνώριζε αυτή την κοινότητα θα υπέθετε ότι τα παιδιά αυτά δεν είχαν κρίσιμες νοητικές ικανότητες.

Ένα αγοράκι Μάγια στη χερσόνησο Γιουκατάν

Η Γκάσκινς καθώς και άλλοι ερευνητές κατάλαβαν ότι υπάρχουν  πολιτιστικές προκαταλήψεις και υποθέσεις που ενσωματώνονται στα τεστ. Εάν ένα παιδί από μια φτωχή οικογένεια ή ένα παιδί από διαφορετική κουλτούρα δεν έχει καλή απόδοση, φταίει το παιδί ή το τεστ;

«Έμεινα πολύ έκπληκτη με τη δική μου έλλειψη διορατικότητας», είπε η Γκάσκινς. «Δεν αναγνώρισα την προκατάληψη που ενσωματώθηκε στο τεστ μέχρι που κάθισα στο δωμάτιο με τα παιδιά. Μόλις τους ζήτησα να το κάνουν, έγινε φανερό τι έφταιγε».

Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι η αναπτυξιακή ψυχολογία στοχεύει να διευκρινίσει τα «καθολικά» στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το ανθρώπινο μυαλό, αλλά συχνά έχει συγκεντρώσει αυτές τις γνώσεις μελετώντας τα λευκά παιδιά της μεσαίας τάξης από τις δυτικές χώρες.

«Ακριβώς επειδή τα παιδιά σε διαφορετικές κοινότητες εκτελούν διαφορετικά τα καθήκοντά μας, δεν σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να το διορθώσουμε»

Η Γκάσκινς έμαθε ότι όσα παιδιά έφυγαν δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν τον πειρασμό να φάνε το γλυκίσματα, απλά δεν έβλεπαν κανέναν καλό λόγο να κάθονται σε ένα δωμάτιο μόνα τους, χωρίς να κάνουν τίποτα!

«Ακριβώς επειδή τα παιδιά σε διαφορετικές κοινότητες εκτελούν διαφορετικά τα καθήκοντά μας, δεν σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να το διορθώσουμε», είπε η αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Λούτσια Αλκάλα. «Εμείς, ως μελετητές των ΗΠΑ, αισθανόμαστε ότι πρέπει να διορθώσουμε τους πάντες. … Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται εμάς για να τους σώσουμε και να τους φτιάξουμε».

Στη Δύση, παράγοντες όπως το να μεγαλώνεις στη φτώχεια, να ζεις σε ένα χαοτικό νοικοκυριό ή να είσαι από μειονοτική φυλετική ομάδα έχουν συνδεθεί με χαμηλότερες εκτελεστικές λειτουργίες.

«Το αποδέχτηκα. Φαντάστηκα ότι πρόκειται για ενδελεχείς μελέτες», θυμάται η επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, Ντάνα Μίλερ Κόττο. Ωστόσο, αποκτώντας εμπειρία ίδια, άρχισε να αναρωτιέται εάν ορισμένες από αυτές τις μελέτες απλώς εξομαλύνουν τα λευκά παιδιά της μεσαίας τάξης, χωρίς να ανεπάρκειες.

Διεξάγοντας ένα παρόμοιο πείραμα με αυτό των γλυκισμάτων, η αναπτυξιακή ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Γιούκο Μανακάτα, είδε ότι η ικανότητα των παιδιών να περιμένουν μια λιχουδιά δεν ήταν σαν ένας μυς που ήταν δυνατός ή αδύναμος, αλλά άλλαζε σημαντικά ανάλογα με το πλαίσιο.

Τα παιδιά της Ιαπωνίας, πολιτιστικά συνηθισμένα να περιμένουν φαγητό, μπόρεσαν να αντέξουν για μια ανταμοιβή φαγητού, αλλά όχι για ένα δώρο. Οι Αμερικανοί μαθητές, από την άλλη, που συνήθιζαν να περιμένουν για να ξετυλίξουν τα δώρα κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο ή σε ένα πάρτι γενεθλίων, μπορούσαν να περιμένουν ένα δώρο, αλλά όχι φαγητό.

Η Κότο  αναρωτήθηκε εάν ακόμη και ο τρόπος που χορηγήθηκαν τα τεστ θα μπορούσε να επηρεάσει την απόδοση των παιδιών. Η μεταφορά σε ένα ήσυχο δωμάτιο από έναν Λευκό ερευνητή για να λύσει ένα σύνολο γρίφων και παιχνιδιών μπορεί να είναι μια νέα, άβολη εμπειρία για τα μαύρα ή παιδιά λατίνων.

Ο Χάιμε Τσίπετς, ένας γλωσσολόγος που είναι Μάγια, εξακολουθεί να ανατριχιάζει στη μνήμη της χορήγησης ενός τεστ ψυχολογίας που απαιτεί από τα παιδιά να ταξινομήσουν τις κάρτες ανά κατηγορία σε ένα μικρό χωριό στην Πολιτεία Κουιντάνα Ρου του Μεξικού.

Η εργασία απαιτούσε μεγάλες, επαναλαμβανόμενες προφορικές οδηγίες και τα παιδιά βαρέθηκαν. Ρώτησαν γιατί επαναλάμβανε τον εαυτό του. Τα παιδιά των Μάγια, είπε ο Τσίπετς, συνήθως μαθαίνουν παρατηρώντας και όχι με συνεχή ανατροφοδότηση από τους ενήλικες. Ο Τσίπετς έδωσε ένα παράδειγμα από την παιδική του ηλικία: Όταν ήταν γύρω στα 5 ή 6, έμαθε να κόβει ξύλα παρακολουθώντας.

«Οι εργασίες εκτελεστικών λειτουργιών που χρησιμοποιούμε αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο με ιδιαίτερες αξίες και πολλά από αυτά είναι ενσωματωμένα στις εργασίες [με τρόπο] που είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να δουν, ειδικά όταν είναι η κυρίαρχη κουλτούρα» συμπεραίνει η Σαμπίν Ντέμπελ, αναπτυξιακή ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον.

Πηγή: The Washington Post