Όπως παντού, η άνοδος της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ έχει διαλεκτική σχέση με την άνοδο της άκρας αριστεράς ή με εκείνο το σύνολο των σχηματισμών και κινημάτων που εκλαμβάνονται ως ακροαριστερά. Στις ΗΠΑ το Δημοκρατικό κόμμα, μετά από μακρά ιστορία διχασμού μεταξύ των «προοδευτικών» του βιομηχανικού Βορρά και των θρησκόληπτων ρατσιστών του αγροτικού Νότου, διαμόρφωσαν, ήδη από τη δεκαετία του 1960, την ταυτότητα της πολιτικής ορθότητας. Αν και η φυσιογνωμία του Δημοκρατικού Κόμματος εμφανίζει διακυμάνσεις, τα στοιχεία που κυριαρχούν σήμερα είναι «αριστερά» ταυτοτικά: η κουλτούρα woke. Αυτή η φυσιογνωμία διαφέρει δραματικά από εκείνη του μετριοπαθούς κόμματος του βαθέος 20ού αιώνα, επί Τρούμαν, JFK, Τζόνσον και Κάρτερ.

Βαθμιαία, οι Δημοκρατικοί του Νότου μετακινήθηκαν προς το χριστιανικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα της ενδοχώρας με χαμηλή μόρφωση, ενώ το Δημοκρατικό κόμμα απευθύνεται στους πιο μορφωμένους και στους κατοίκους των μητροπολιτικών περιοχών προτείνοντας προέδρους από τις ελίτ: αν ο Χάρρυ Τρούμαν εμφανιζόταν ως ο απλός τυπάκος από το Μιζούρι, ο JFK και αργότερα ο Κλίντον, ο Ομπάμα, ο Μπάιντεν και η σημερινή υποψήφια Κάμαλα Χάρρις μπορούν να θεωρηθούν κακομαθημένα παιδιά της αμερικανικής διανόησης. Οι διανοούμενοι (eggheads!) αποξένωσαν μεγάλους πληθυσμούς από το Δημοκρατικό Κόμμα σε ένα περιβάλλον ταξικών μετατοπίσεων στο εσωτερικό της κοινωνίας και ηθικού πανικού μπροστά στην ανάδυση πραγματικών και φαντασιακών μειονοτήτων. Έτσι, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, τα λαϊκά στρώματα συσπειρώθηκαν γύρω από την προϋπάρχουσα ακροδεξιά ιδεολογία και πρακτική την οποία τα τελευταία χρόνια ενσάρκωσε με ιδανικό τρόπο ο Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι φαινόμενο ανάκρουσης· μια αντίδραση στην αριστερή, ακτιβιστική ρητορική και πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος που γεννιέται στις πανεπιστημιουπόλεις. Καθώς τα λαϊκά στρώματα θεωρούν αυτούς τους ακτιβιστές φαύλους επαναστάτες που, επιπλέον, περιφρονούν τους «συντηρητικούς», η ρατσιστική και εθνικιστική ένταση ήταν αναμενόμενη. Οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ βρήκαν στο πρόσωπο του πολυεκατομμυριούχου των ριάλιτι κάποιον που λέει χύμα όσα δεν τους επιτρεπόταν να πουν χύμα εφόσον το κίνημα της πολιτικής ορθότητας έθεσε περιορισμούς στη σκέψη και στην έκφραση. Όλα μπορούν να τα αντέξουν οι Αμερικανοί εκτός από περιορισμούς τέτοιου είδους: αν και η ατομική ελευθερία στις ΗΠΑ είναι περισσότερο αυταπάτη παρά συνταγματική πραγματικότητα, η πίεση της πολιτικής ορθότητας βιώνεται ως απαράδεκτα αντιαμερικανική. Ιδιαίτερα όταν την ασκεί η οικονομικά και πολιτιστικά ελιτίστικη αριστερά, η επικίνδυνα σοσιαλιστική, χωρίς τον καλοπροαίρετο λαϊκισμό του New Deal. Όντως, αν και ο λαϊκισμός του Ρούσβελτ είχε ταξική στόχευση, σήμερα το Δημοκρατικό κόμμα υπόσχεται κράτος προνοίας με προτεραιότητα στο κοινωνικό περιθώριο και στις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες –τουλάχιστον έτσι το βλέπουν οι φτωχοί λευκοί που επιπλέον απειλούνται με δημογραφικό αφανισμό.

Αυτό που λείπει σήμερα από το Δημοκρατικό Κόμμα είναι οι λευκοί εργάτες από τα Μεσοδυτικά και τον Νότο. Τι συνέβη; Το εργατικό κίνημα αποδυναμώθηκε και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση έγινε πολύ πιο ευαίσθητη στην επιρροή των ομάδων συμφερόντων της Wall Street και της Silicon Valley. Παραλλήλως, διαχύθηκε ένα είδος πολιτιστικού ριζοσπαστισμού με αιτήματα για τη φυλή και το φύλο, στον οποίον προσετέθη μια στάση φτηνής κοινωνιολογίας έναντι του εγκλήματος και της μετανάστευσης.  Το Δημοκρατικό κόμμα, ερμηνεύοντας τα πάντα με διασταυρούμενους όρους καταπίεσης και καταπιεστή, θύματος και θύτη, αμέλησε την πολιτική αύξησης της γενικής ευημερίας: ο τελευταίος Δημοκρατικός πρόεδρος που συνδύασε φιλελεύθερη οικονομία, ελεύθερο εμπόριο, μετανάστευση και μετριοπάθεια στα κοινωνικά ζητήματα ήταν ο Μπιλ Κλίντον. Στη συνέχεια, ο έλεγχος χάθηκε: η αποβιομηχάνιση στα Μεσοδυτικά, η ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας, η ύφεση του 2008 επέφεραν αλλαγές που υπερέβαιναν τις δυνατότητες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Η τρομερή πόλωση κατά την οκτάχρονη προεδρία του Ομπάμα, η οποία εντάθηκε από τη συγκέντρωση ισχύος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έφεραν στο προσκήνιο τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να επινοηθεί.

Το μυστικό της επιτυχίας του ήταν η υπεραπλουστευτική επιβεβαίωση όλων των φόβων του απλού λαού. Φοβάστε τα μεταναστευτικά κύματα; Έχετε δίκιο. Θα σας χτίσω τείχος. Φοβάστε ότι οι Δημοκρατικοί προετοιμάζουν σοσιαλιστική επανάσταση; Έχετε δίκιο. Θα τους εμποδίσω παρότι έχουν τη δυνατότητα εκλογικής νοθείας. Ο Τραμπ ούτε θέλει, ούτε μπορεί να απευθυνθεί στους Αμερικανούς με πολιτικούς όρους και αποχρώσεις: π.χ. να εξηγήσει ότι η κοινωνική συνοχή δεν κινδυνεύει από νέους μετανάστες (που είναι λίγοι), αλλά από την εγκατάλειψη του προγράμματος της αφομοίωσης, από την απόρριψη της ιδέας του χωνευτηριού· ή να αντιπαραθέσει στις θετικές διακρίσεις που επιβάλλουν οι αριστεροί ακτιβιστές μια πολιτική φυλής βασισμένη στην αχρωματοψία. Η ουσία είναι πως, αν και μέλος της αμερικανικής πλουτοκρατίας, ο Τραμπ βρέθηκε να εκπροσωπεί τη σιωπηλή πλειοψηφία ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης· με πολιτιστικά, όχι με οικονομικά κριτήρια.

Πράγματι, σήμερα, η εργατική τάξη ενδιαφέρεται λιγότερο για τα οικονομικά της και περισσότερο για την πολιτιστική της ακεραιότητα. Παρά τις μεγάλες οικονομικές διαφορές μεταξύ των μητροπολιτικών περιοχών και της ενδοχώρας, αυτό που διχάζει τους Αμερικανούς δεν είναι η οικονομία· είναι οι πεποιθήσεις στα ζητήματα της θρησκείας, της πίστης στην πατρίδα και των όπλων ως μέσον προστασίας της οικογενειακής εστίας και της κοινότητας. Κάπως έτσι οι Δημοκρατικοί έχασαν τη λευκή εργατική τάξη και επικεντρώθηκαν στις λεγόμενες «έγχρωμες» κοινότητες, οι οποίες, συχνά, καθορίζουν την εξωτερική πολιτική του κόμματος –όπως συμβαίνει στη διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστίνης.

Δύο είναι τα φαινόμενα που ευνόησαν τον τραμπισμό: η woke κυριαρχία στο Δημοκρατικό Κόμμα –η μετατόπιση από τις οικονομικές διεκδικήσεις στις διεκδικήσεις του τρόπου ζωής– και η ανεξέλεγκτη εξουσία των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων όπου οργιάζει η δημαγωγία και η ψευδολογία. Αν το Δημοκρατικό Κόμμα θέλει να απαλλαγεί από αυτή την κακοήθη προπαγάνδα πρέπει να σταθεροποιηθεί ως κεντρώο μετριοπαθές κόμμα με επαρκή τόλμη ώστε να αντιπαρατεθεί τόσο στην ολιγαρχία των οικονομικών προνομίων όσο και στον ηθικολογικό αυταρχισμό των woke.