Ηταν κάποτε ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Ιδρύθηκε στη διάρκεια μιας σύντομης άνοιξης, αρχές 1989. Η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ ήταν ακόμη ζωντανή, έστω και ημιθανής, και το κλίμα της εποχής διευκόλυνε τη συμφιλίωση των δύο πλευρών του ιστορικού σχίσματος του 1968 στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
Η ελληνική πολιτική ζωή στροβιλιζόταν στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά και η Αριστερά είχε – ή νόμιζε ότι είχε – μια ευκαιρία να αμφισβητήσει την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στα αριστερά του Κέντρου. Λίγους μήνες αργότερα, το τείχος έπεφτε στο Βερολίνο και τα εσωτερικά τείχη άρχιζαν να υψώνονται ξανά στην Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ αποδείκνυε σε τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις την αντοχή του. Και στη δεύτερη επέτειο από την ίδρυσή του εκείνος ο πρώτος Συνασπισμός δεν υπήρχε πια.
Αλλά μέσα από μια διπλή διάσπαση – του ΚΚΕ πρώτα και του συμμαχικού σχήματος κατόπιν – μια δεύτερη ζωή προέκυψε για τον χώρο. Ο Συνασπισμός ανασυγκροτήθηκε, όχι πια ως εκλογική συμμαχία μα ως ενιαίο κόμμα, με επικεφαλής τη Μαρία Δαμανάκη. Εδωσε στέγη στους ανέστιους και για τα επόμενα είκοσι χρόνια έδινε έναν αγώνα ταυτότητας και εκλογικής επιβίωσης. Στην πρώτη φάση ως «δύναμη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», που υπερψήφιζε τη συνθήκη του Μάαστριχτ στη Βουλή. Κι έπειτα, από το 2004, με το νέο του όνομα, ως Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η πολιτική του ταυτότητα άρχισε να προσαρμόζεται στη νέα ονομασία του. Μια πιο ριζοσπαστική, λίγο αντί-global, λίγο Γένοβα και ηπίως ευρωσκεπτικιστική τάση άρχισε να κυριαρχεί στο εσωτερικό του. Και για μια στιγμή έδειξε να χτυπά φλέβα. Στις δημοτικές εκλογές του 2006, στην Αθήνα, ο νεαρός Τσίπρας συγκεντρώνει ένα πρωτοφανές για τον χώρο 10,5%. Και στις δημοσκοπήσεις του 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον Αλέκο Αλαβάνο επικεφαλής, καταγράφεται στην τρίτη θέση, με διψήφια ποσοστά και με την απόσταση από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ να μικραίνει. Οι μεγάλες διαδηλώσεις του Δεκεμβρίου εκείνου του χρόνου, μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, σήμαναν το τέλος της πολιτικής αυτής φουσκοθαλασσιάς. Και κάπως έτσι, με τον Τσίπρα πρόεδρο και την εκλογική του απήχηση στην περιοχή του 4-5%, βρήκε τον ΣΥΡΙΖΑ η κρίση. Την οποία εκμεταλλεύθηκε ως ευκαιρία για μια μεγάλη έφοδο στην εξουσία. Ως ευκαιρία να κερδίσει αναπάντεχα μια τρίτη ζωή.
Για μια δεκαετία, από τον πολιτικό σεισμό του 2012 ως το καλοκαίρι του 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε μια θέση πρωταγωνιστή στην πολιτική ζωή. Εγινε ο βασικός υποδοχέας της «αγανάκτησης» στην εποχή του αντιμνημονιακού παροξυσμού. Ο δεύτερος πόλος, όταν η κατάρρευση του πανίσχυρου δικομματισμού της μεταπολίτευσης φάνηκε να δίνει τη θέση του σε έναν «χαμηλό δικομματισμό», μικρότερου βεληνεκούς. Κόμμα διακυβέρνησης από το 2015, σε μοιραία και δηλητηριώδη συμμαχία με μια συνωμοσιολογική συνιστώσα της ακραίας Δεξιάς. Αξιωματική αντιπολίτευση με αξίωση επιστροφής στην εξουσία μετά τη βελούδινη ήττα του 2019. Ωσπου, το 18% των εκλογών του 2023 έμοιαζε να προαναγγέλλει ένα τέλος εποχής.
Οσα συμβαίνουν τώρα, σε ένα περιβάλλον κωμικού δράματος, με τον ΣΥΡΙΖΑ να σπάει σε πολλά εσωτερικά «ή εμείς ή αυτοί» και να ευτελίζεται σε μια α-πολιτική μάχη για την εσωκομματική εξουσία, επιβεβαιώνουν ότι η «μεγάλη δεκαετία» του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας έχει λήξει. Μαζί εξαντλείται και η τρίτη του ζωή. Και τώρα; Αυτό θα είναι το τέλος της ιστορίας; Ή, με κάποιο τρόπο, μπορεί να προκύψει μια ακόμη, μια τέταρτη ζωή; Και ποια θα μπορούσε να είναι αυτή;
Με τα σημερινά δεδομένα, δύο σενάρια θα μπορούσαν να προκύψουν. Το ένα: να μετατραπεί ο πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ, άδειο πουκάμισο πια, σε ένα προσωπικό κόμμα του ουρανοκατέβατου αρχηγού του, ένα σχήμα που, με κομμένη την πολιτική του άγκυρα, θα πλέει όπου φυσά ο άνεμος, θα προσαρμόζει την προσφορά του σε ό,τι πιστεύει ότι είναι κάθε φορά σε ζήτηση. Δύσκολα θα μακροημερεύσει. Το δεύτερο: να επικρατήσει το ρεύμα των πνευματικών κληρονόμων των ΑΝΕΛ, με τον εκ Χανίων φυσικό ηγέτη του ρεύματος κυρίαρχο – με ή χωρίς Κασσελάκη – και να μετατραπεί σε ένα σχήμα καταγγελίας, αγανάκτησης, σκανδαλοθηρικής και συνωμοσιολογικής αντισυστημικότητας. Που για να επιβιώσει, θα πρέπει να ανταγωνιστεί τους άλλους, εκ της «πατριωτικής» και παραεκκλησιαστικής Δεξιάς, διεκδικητές του χώρου.
Υπάρχει τρίτο σενάριο; Καλό σενάριο; Θα μπορούσε να αναστηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα που ξαναβρίσκει μια ιδεολογική ταυτότητα, συμβατή με την πολιτική του φιλοδοξία και επιστρέφει, με νέους όρους, ίσως όχι ως πρωταγωνιστής μα πάντως ως σημαντικός, κεντρικός παίκτης στην πολιτική σκηνή; Θα ήταν ευκολότερο αν το δοκίμαζε το 2019. Το εκλογικό σώμα του είχε δώσει τότε μεγαλόψυχα την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί στην αντιπολίτευση, να ενσωματώσει στην πολιτική και την ιδεολογική του ταυτότητα την εμπειρία της διακυβέρνησης αλλά και της διάψευσης της «μεγάλης αυταπάτης». Η ευκαιρία σπαταλήθηκε εντελώς άδοξα. Και τώρα όλα είναι απείρως δυσκολότερα. Αλλά το ερώτημα μένει ανοιχτό. Και περιμένει την απάντηση.
Στο μεταξύ, όμως, ένα μεγάλο κενό χάσκει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Απέναντι στο κόμμα που κυβερνά, δεν υπάρχει κόμμα ή σχηματισμός κομμάτων που να αποτελεί αντίβαρο, να ελέγχει αποτελεσματικά την πλειοψηφία και να προσφέρει πειστική εναλλακτική λύση διακυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια και δεν πρόκειται να ανακτήσει, στο ορατό μέλλον, αυτήν τη θέση. Οι προβολείς στρέφονται, λοιπόν, μοιραία στο ΠΑΣΟΚ που έχει μπροστά του πέντε προεκλογικές εβδομάδες για να αποδείξει αν – και πώς – μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, που το εκλογικό σώμα είχε αναθέσει πριν από πέντε χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα χηρεύει.