Ολο και πιο συχνά επαναλαμβάνεται στον δημόσιο λόγο μια περιγραφή που είναι τόσο απλουστευτική ώστε να καταντάει ψευδής. Σαν από τη μια να υπάρχουν οι πολιτικές ηγεσίες που έχουν εγκλωβιστεί η καθεμία στα προβλήματα του κομματικού χώρου τους, και από την άλλη η «κοινωνία» που έχει αποστασιοποιηθεί και είτε μένει αδρανής είτε κινείται στον δικό της κόσμο. Στην πραγματικότητα, Πολιτική και Κοινωνία κινούνται στο ίδιο περίπλοκο, αβέβαιο και συγκρουσιακό περιβάλλον, καθώς εδώ και δεκαπέντε χρόνια η Ελλάδα δεν ζει πλέον την ειρηνεμένη αν και αντιφατική εποχή της Μεταπολίτευσης, αλλά την ταραγμένη εποχή των πολυκρίσεων. Σε αυτό το νέο ιστορικό πλαίσιο χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ένα γεγονός που έχει παραμείνει στη σκιά. Πράγματι, η πρόσφατη διαδρομή της χώρας έχει προκαλέσει τη συνύπαρξη και τη σύμπλεξη τριών διαφορετικών «χρόνων» που επικαλύπτονται στην εθνική ατζέντα, αλλά κυρίως στα βιώματα και στις παραστάσεις των πολιτών. Η μνήμη της χρεοκοπίας – Οι βραδυφλεγείς επιπτώσεις της χρεοκοπίας – Η εισβολή των απειλών του μέλλοντος στο παρόν. Ο καθένας από αυτούς τους «χρόνους» αντιστοιχεί σε διαφορετικές ψυχολογικές καταστάσεις, τροφοδοτεί διαφορετικές προσλήψεις των γεγονότων και διαφορετικές προσδοκίες, οι οποίες όμως συμπλέκονται και αλληλοσυγκρούονται αυξάνοντας την πολυπλοκότητα της περιόδου. Ετσι άλλωστε συμβαίνει σε μεταιχμιακές εποχές, όπως αυτή που ζούμε εδώ και σε όλο τον κόσμο.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, περιλαμβανομένου και ενός μέρους του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ, η μνήμη της δεκαετίας της χρεοκοπίας αποκρυσταλλώθηκε ως διάψευση του «αντιμνημόνιου». Η πολιτική αλλαγή του 2019, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, βιώθηκαν σαν επάνοδο στην «κανονικότητα», μακριά από επικίνδυνες και αδιέξοδες τελικά επιλογές. Και όντως ήταν μια επιστροφή στην «πολιτική κανονικότητα» με την έννοια ότι επανεπιβεβαιώθηκε το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Η ψυχολογική επίπτωση της πολιτικής στροφής δεν αφορούσε τόσο στη δικαίωση που αισθάνθηκαν όσοι και όσες συντάχθηκαν για να «μείνουμε Ευρώπη». Προκάλεσε μια ευρύτερη ψυχολογική μεταστροφή που έγινε φουσκωμένο κύμα στις επόμενες εκλογές με κατάληξη τη ρευστοποίηση του κόμματος-εκφραστή του αντιμνημόνιου. Η ντροπιαστική για την Αριστερά εκλογή ενός τουρίστα στην προεδρία του κόμματος, και η καταψήφιση της Νέας Αριστεράς, δηλαδή της κυβερνητικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ 1915-1919, έδειξαν το βαθύτερο βίωμα που άφησε εκείνη η περίοδος στην κοινωνική πλειοψηφία. Ταυτόχρονα όμως έστηνε και μια ψυχολογική παγίδα: ότι η περιπέτεια τελείωσε, ότι η «κανονικότητα» είχε επιστρέψει και η ζωή θα συνεχιζόταν όπως πριν ή σχεδόν.
Η διάψευση αυτής της αισιόδοξης προσδοκίας άνοιξε τον δεύτερο «χρόνο», καθώς η κοινωνία αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις μακροχρόνιες και βραδυφλεγείς επιπτώσεις της χρεοκοπίας. Οχι μόνο στο επίπεδο των εισοδημάτων που το ήξερε καλά γιατί ο καθείς γνωρίζει την τσέπη του, αλλά στην υποβάθμιση των υποδομών, των κοινωνικών υπηρεσιών, των δημόσιων αγαθών, στην υστέρηση των επενδύσεων. Δεν είχαν φτωχύνει μόνο οι άνθρωποι αλλά και η χώρα. Θα μπορούσε η κοινωνία να ήταν πιο προετοιμασμένη για τη δύσκολη μεταμνημονιακή πραγματικότητα; Θα μπορούσε αν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είχαν επιτύχει όχι μόνο να νικήσουν τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά να κερδίσουν και την ιδεολογική ηγεμονία, έτσι ώστε να επικρατήσει στην κοινωνία ένα ψυχολογικό κλίμα εθνικής ανασυγκρότησης. Απ’ ό,τι όμως φάνηκε η ΝΔ ως κόμμα δεν έχει τη δυνατότητα τέτοιων ιδεολογικών μαχών, εξού και στις πρώτες δυσκολίες αναθερμάνθηκαν στο εσωτερικό της λόγοι περίκλειστου εθνικισμού και παλαιοκομματικής εσωστρέφειας. Το δε ΠΑΣΟΚ απεμπόλησε τα εύσημα της εθνικής ευθύνης που του ανήκαν, προτιμώντας να οπισθοδρομήσει σε έναν παρωχημένο και άκαρπο αντιδεξισμό δεκαετίας ’80. Ο κίνδυνος λοιπόν σήμερα είναι οι χθεσινές παθογένειες να γίνουν σημερινές αγκυλώσεις. Ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να μπει η χώρα σε άλλη τροχιά. Επενδύσεις, εξωστρέφεια, περισσότερη βιομηχανία, μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καινοτομία, σχολείο που να ετοιμάζει τα παιδιά για το αύριο και όχι για έναν κόσμο που έχει παρέλθει, τεχνολογική – επαγγελματική έφεση και εκπαίδευση, έξυπνη συνέργεια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ριζική αναδιάρθρωση αγροτικού τομέα, οργανωμένη υποδοχή μεταναστών. Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές και δοσολογίες για να πετύχεις τέτοιους στόχους, κάθε κόμμα υποτίθεται ότι έχει τις δικές του, αλλά η γκάμα δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο η ακραία πόλωση της κομματικής ζωής θέλει να νομίζουμε. Αλλωστε, όλοι οι βασικοί παίκτες κινούνται εντός του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, και όλοι απεύχονται τον κίνδυνο ενίσχυσης της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Το εγχείρημα, ωστόσο, είναι δύσκολο γιατί ουσιαστικά απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές του ελληνικού καπιταλισμού και υπέρβαση καθιερωμένων πολιτικών συμπεριφορών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Και το τοπίο περιπλέκεται από την εμφάνιση στο παρόν των απειλών του μέλλοντος. Το αντιληφθήκαμε το καλοκαίρι με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης να επιβαρύνει την καθημερινότητά μας, αλλά και να δημιουργεί νέες απαιτητικές προκλήσεις σε ένα κράτος που δεν φημίζεται για την αποτελεσματικότητά του. Αυτός είναι ο τρίτος «χρόνος» που ζει η κοινωνία. Θα τον ζήσει σαν δυστοπία που θα αποθαρρύνει τη ματιά στο μέλλον, αφού «έτσι και αλλιώς θα καούμε» που λένε οι νεότεροι, ή η αίσθηση της απειλής θα κινητοποιήσει ανακλαστικά επιβίωσης και πρόληψης τα οποία θα ενισχύσουν τη δομική μεταρρύθμιση του παρόντος;
Η πραγματική πρόκληση για τις πολιτικές ηγεσίες και την κυβέρνηση καταρχάς, είναι να ενοποιήσει τους τρεις διαφορετικούς «χρόνους» που βιώνουν οι πολίτες, σε ένα ενιαίο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής, συλλογικής ψυχολογίας και συλλογικών προσδοκιών. Εδώ, η μνήμη της χρεοκοπίας λειτουργεί σαν προειδοποίηση κινδύνου. Ολες οι σοβαρές αναλύσεις για εκείνη την περίοδο συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα πλήρωσε ακριβότερα τη διεθνή κρίση, όχι μόνο για τις οικονομικές αδυναμίες της, αλλά για την ακραία πολιτική πόλωση, τη δημαγωγία και τις άστοχες πολιτικές επιλογές. Ή αλλιώς, το ίδιο το πολιτικό σύστημα έγινε παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης. Είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση ενόψει της νέας δύσκολης εθνικής φάσης, όπου οι καταστροφολογίες, οι δημαγωγίες και οι νευρωτικοί παροξυσμοί των κομμάτων και των δημοσιογράφων, μπορούν εύκολα να προκαλέσουν νέες περιπέτειες. Υπάρχει όμως και μια θετικότερη υπόδειξη από το πρόσφατο παρελθόν. Μέσα στην κρίση και παρά την κρίση, διαμορφώσαμε μια δυναμικότερη εθνική αυτοσυνείδηση για την πορεία της Ελλάδας στη νεωτερικότητα, ξεπερνώντας τα παλιά κλισέ της Ψωροκώσταινας, της χώρας που είναι καταδικασμένη στην υπανάπτυξη και την καθυστέρηση. Εχοντας εισέλθει πλέον στη νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από τις πολυκρίσεις και τις μεγάλες γεωπολιτικές αναταραχές, δεν έχουμε κανένα λόγο να επιστρέψουμε στα παλιά στερεότυπα και στην αυτοϋποτίμηση όπως όλο και συχνότερα γίνεται τελευταία. Ξέρουμε ότι η Ελλάδα κατάφερε να προχωρήσει, αλλά η πορεία στάθηκε επισφαλής και ασυνεχής γιατί εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον συγκυριακό, απρόβλεπτο και αβέβαιο παράγοντα που λέγεται ποιότητα Πολιτικής και Ηγεσίας. Και αυτό είναι επίσης μια πολύ χρήσιμη προειδοποίηση προς κόμματα και πολίτες.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο