Διακοπές στη Βαλτική. Κάποτε ήταν ανέκδοτο ή προορισμός μελών του ΚKE που συμμετείχαν σε συνέδριο για το ψάρεμα σολομού στην εποχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ομως για μένα οι διακοπές στη Βαλτική έγιναν υγρό καλοκαιρινό όνειρο. Στην κυριολεξία. Δείτε με στην παλιά πόλη του Τάλιν, στην Εσθονία. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Θερμοκρασία στους 16 βαθμούς, λίγο πριν απ’ τον Δεκαπενταύγουστο. Και ακολουθώ μία ξενάγηση για το κομμουνιστικό παρελθόν της Εσθονίας. Αυτές είναι διακοπές! Σε ανθρώπινες θερμοκρασίες, εμπλουτισμένες με ιστορική γνώση.

Ο ξεναγός μας δείχνει ένα σχολικό βιβλίο από τα σοβιετικά χρόνια. Στη φωτογραφία ένα αμερικανικό σουπερμάρκετ. Γεμάτα τα ράφια, αλλά οι διάδρομοι άδειοι από κόσμο. «Στα αμερικανικά σουπερμάρκετ έχουν τα πάντα, αλλά κανένας δεν μπορεί να ψωνίσει» εξηγεί η λεζάντα. Και επειδή η σκηνή εξελίσσεται έξω από το κτίριο που στέγαζε τα γραφεία και τα κελιά της KGB, καταπίνεις το χάχανο χωρίς δεύτερη σκέψη.

Κατέφυγα στη Βαλτική για να γλιτώσω από τη ζέστη. Ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και ησυχία. Και, ειδικά στη Λιθουανία, ελληνικές τιμές από άλλη δεκαετία. Με 20 ευρώ καβαλάς το λεωφορείο στο Κάουνας, διασχίζεις τη Βαλτική σε δέκα ώρες και φτάνεις στο Τάλιν. Εκεί οι τιμές τσιμπάνε ελαφρώς. Και με άλλα 20 ευρώ παίρνεις το υπέροχο πλοίο που σε πάει στο Ελσίνκι. Εκεί οι τιμές γδέρνουν. Η υψηλότερη θερμοκρασία που πέτυχα ήταν 22 βαθμοί. Από το να βρέχω τα πόδια μου στη θάλασσα με καύσωνα, προτιμώ να λούζομαι στη δροσερή βροχή και να μου κοστίζει τα ίδια, αν όχι λιγότερα. Η πτήση από το Ελσίνκι στην Αθήνα κόστισε 70 ευρώ. Με τόσα δεν πας ούτε Θεσσαλονίκη.

Που λέτε είχα διαβάσει ότι το Βίλνιους είναι η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τον υψηλότερο δείκτη ευτυχίας για τους νέους. Δεν ξέρω τι ακριβώς μετράνε αυτοί οι δείκτες, πλην όμως δεν είχα κανένα λόγο να μην το πιστέψω. Διότι, σε κάποια πράγματα, η πρωτεύουσα της Λιθουανίας μου θύμισε παλιά Ελλάδα. Χαλαροί ρυθμοί. Τα καταστήματα κλείνουν το μεσημέρι για σιέστα, ακόμα και στα mall. Ενοίκια σαν τα δικά μας. Μισθοί υψηλότεροι. Ρούχα, φαγητό, ποτό, εισιτήρια είναι σε κόστος πολύ καλύτερα από μας. Στη δεκαετία του ’80 με ένα τζιν και δύο καλσόν είχες ό,τι ήθελες σε αυτές τις χώρες. Και όμως, χρειάστηκε μόλις μια γενιά, τριάντα χρόνια, για να σηκώσουν κεφάλι. Θα μου πείτε ότι είναι χώρες-μπουτίκ. Μικροί πληθυσμοί με καλό μορφωτικό επίπεδο και την υποστήριξη της Δύσης προκειμένου να απομακρυνθούν από τα νύχια της αρκούδας. Ομως δεν ήταν μόνο αυτό. Ηταν και η αποφασιστικότητα των κυβερνήσεων στην υιοθέτηση (νέο)φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να δημιουργηθεί ένας σφριγηλός ιδιωτικός τομέας που θα τραβούσε οικονομία και κοινωνία στην τροχιά της ανάπτυξης.

Στη δε Εσθονία, που έχει πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από τη Θεσσαλονίκη, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά και εύκολα για τη συγκρότηση του αρτιότερου ψηφιακού κράτους. Η Εσθονία με γοήτευσε με την πρωτεύουσά της που δεν είναι, απλώς, όμορφη και βιώσιμη, αλλά ένα μέρος που σε γεμίζει ευφορία όταν βρίσκεσαι εκεί – αρκεί φυσικά να είναι άνοιξη ή καλοκαίρι. Ζήλεψα μέχρι και τα ακριβά τους αυτοκίνητα καθώς εισάγονται χωρίς δασμούς και φορολογικές επιβαρύνσεις. Και για να παρηγορηθώ, ρώτησα τον εσθονό ξεναγό αν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι εκεί. Δίστασε. Είπε ότι έχουν πολύ υψηλά ποσοστά αλκοολισμού και χρήσης ναρκωτικών. Ο αριθμός των αυτοκτονιών τους ανησυχεί. Η κατάθλιψη έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας. «Ο εθνικός μας στόχος είναι να γίνουμε η Ελβετία της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά όπως τα λεφτά, έτσι και η δυστυχία δεν κρύβεται». Δεν είναι μόνο ο καιρός. Είναι και τα διαγενεακά τραύματα που κουβαλάει αυτός ο λαός, ζώντας σε ένα περιπετειώδες ιστορικό τοπίο.

Μέχρι πρόσφατα είχαμε ένα εθνικό ζαχαρωτό προς πιπίλισμα. Λέγαμε ότι όλοι αυτοί, οι βόρειοι, μπορεί να έχουν πιο πολλά από μας, περισσότερα λεφτά, καλύτερο κράτος, ομορφότερες πόλεις, αλλά ζουν βυθισμένοι στην κατάθλιψη και στο αλκοόλ. Και τώρα συνειδητοποιώ ότι αρχίζουμε και τους μοιάζουμε ως προς τη δυστυχία, διατηρώντας την απόστασή μας από όλα τα άλλα. Αφήστε που σε μερικά καλοκαίρια θα τρέχουμε στα μέρη τους αναζητώντας μια ανάσα.