H συνάντηση άρχισε με ένα απρόοπτο: το εστιατόριο που σκοπεύαμε να επισκεφθούμε θα άνοιγε τις πόρτες του μετά τις 17.00! Ο χρόνος, ωστόσο, πίεζε και το ραντεβού με τη Δώρα Γκουντούρα δεν μπορούσε να περιμένει. Ενα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. «Υπάρχει και άλλο, εξαιρετικό, εδώ κοντά». Η διαπρεπής ξιφομάχος γνώριζε τα κατατόπια της ευρύτερης περιοχής. Το Χαλάνδρι, άλλωστε, είναι πολύ κοντά στη Νέα Χαλκηδόνα, τόπο κατοικίας της. Πολύ σύντομα, η δροσερή αυλή της «Δούκισσας» μας έλεγε μια ζεστή καλησπέρα. Οι αποστάσεις, όντως, αποδείχθηκαν μικρές. «Είναι απόλαυση η Αθήνα τον Αύγουστο» λέω, έτσι για να κυλήσει στην αρχή η κουβέντα. Η Γκουντούρα κοιτάζει τον κατάλογο και παραγγέλνει. «Εκανα διακοπές στη Σρι Λάνκα, στην Ελαφόνησο και ένα διήμερο στη Μύκονο συνοδεύοντας τον κ. Βρούτση» λέει. «Και τώρα ξανά προπόνηση;» «Οχι, τώρα ξεκούραση. Αλλά αν πάω για τρέξιμο ή γυμναστήριο, με χαρά θα το κάνω».
Χαμογελά. Είναι σαφές ότι έχει αντιληφθεί πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Παρίσι σημαδεύουν την καριέρα και ίσως τη ζωή της. «Περπατώ στον δρόμο και με χαιρετούν όλοι. Δεν το επεδίωξα. Το κύμα συμπαράστασης είναι μεγάλο. Πρωτόγνωρο θα μπορούσα να πω. Μόλις επέστρεψα από τη Γαλλία και παραγγείλαμε φαγητό στο σπίτι, ήταν κερασμένο! Οι γείτονες μου λένε “μπράβο”, ενώ στη λαϊκή σταμάτησαν τη γιαγιά μου και της έλεγαν “τι καλά που πήγε η εγγονή σου”».
Την κοιτάζω και μοιάζει διαφορετική. Η εικόνα που είχα ήταν η αγωνιζόμενη Δώρα Γκουντούρα. Ο άνεμος της αισιοδοξίας και της σιγουριάς, αυτός που με μια αόρατη γραμμή φύσηξε από το Παρίσι έως την Αθήνα, τη συνοδεύει. Αλλά όπως λέει και η ίδια «το ύφασμα από κέβλαρ που φοράμε οι αθλητές και οι αθλήτριες στην ξιφομαχία μάς δίνει άλλη εικόνα. Το υλικό αυτό χρησιμοποιείται και στα αλεξίσφαιρα. Είναι ανθεκτικό. Η δε σπάθη έχει μια μπίλια μπροστά, δεν είναι ούτε μυτερή ούτε κοφτερή. Και από πάνω φέρουμε ένα γιλέκο ειδικό. Εκεί μετρούν οι πόντοι». Ολος ο εξοπλισμός ανήκει στους αθλητές, τον κουβαλούν μάλιστα μαζί τους σε κάθε διοργάνωση. «Είναι, συνεπώς, ακριβό και οικονομικά απαιτητικό άθλημα η ξιφασκία;» ρωτώ με ενδιαφέρον. «Σε αυτό το επίπεδο ίσως. Ολος μου ο εξοπλισμός είναι από την Ουγγαρία – έχουν παράδοση εκεί στο άθλημα. Ελέγχεται δε πριν από κάθε αγώνα. Παράλληλα, πρέπει να έχουμε γυμναστές και ψυχολόγο, ένα ολόκληρο τιμ».
Και εδώ, ψυχολόγος, συνεπώς. Οπως στα περισσότερα αθλήματα του «σήμερα», μιας εποχής που λες και «ζει και αναπνέει» μέσα στο άγχος! «Είναι απαραίτητος. Σε στηρίζει. Οταν δεν βρίσκεσαι σε καλή κατάσταση, τι φταίει. Τι χρειάζεται ώστε να τονωθείς ψυχολογικά. Πώς θα ξεπεράσεις τις αντιξοότητες. Το κίνητρο που πρέπει να βρεις. Να ανακαλύπτεις το γιατί».
Ακόμη δεν έχει έρθει η ώρα για το Παρίσι. Η διήγηση αναμφίβολα συναρπάζει και η διαδρομή της Δώρας έχει βαθιές ρίζες στον αθλητισμό. Η σαλάτα, στο μεταξύ, είναι πεντανόστιμη, όπως και η τηγανιά με το κοτόπουλο. Σύντομα έρχεται μια δεύτερη μπίρα. «Επιτρέπεται» συμφωνούμε και οι δύο. «Στο Τόκιο ήταν πολύ διαφορετικά σε σύγκριση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι. Ηταν οι πρώτοι μου Αγώνες. Το 2016 είχε πάει η Βουγιούκα, πάντα στη σπάθη, και στην Ιαπωνία πήρα εγώ τη σκυτάλη. Στην περίοδο Covid τα πάντα υπήρξαν δύσκολα. Τι θα κάνεις, πώς θα μιλήσεις, έπρεπε να προσέχουμε. Ημουν και Νο 11 στην κατάταξη, ενώ τώρα πήγα ως Νο 6. Ψυχολογικά, πώς να το πω, ήμουν απόλυτα έτοιμη».
«Πικρός ο αποκλεισμός»
Ο στέρεος λόγος της γεφύρωσε τους χρονικούς ορίζοντες. Είμαστε πλέον στο ζητούμενο. Στο «γιατί» που ακούστηκε από όλη την Ελλάδα όταν έβλεπε την προσπάθεια της Δώρας Γκουντούρα απέναντι στη Γαλλίδα Μανόν Απιτί-Μπρουνέ. Ναι, μονομιάς γίναμε όλοι ειδικοί στην ξιφασκία, μολονότι οι αδαείς μάλλον δεν είχαν ξαναδεί σπάθη, ή κάποιο από τα τρία όπλα του αθλήματος, ποτέ στα μάτια τους! Το ανάθεμα πήγε στους διαιτητές. Η Γκουντούρα αδικήθηκε. Φανερά. «Η ατυχία ήταν πως έπαιξα στην έδρα της. Αλλά με αδίκησαν. Το ήξερα μόλις τελείωσε ο αγώνας. Ημουν, νωρίτερα, τόσο καλά που το ένιωθα πως πάω για τα μετάλλια. Πικρός ο αποκλεισμός στα προημιτελικά. Πρώτη ήρθε όμως η Γαλλίδα».
Της λέω πως εκείνη τη στιγμή έδειξε ουράνια ψυχραιμία και μόνο ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. «Ξέρεις, για να έχουν όλοι εικόνα, με το που τελείωσε ο αγώνας, προτού καν προχωρήσω ήρθαν τα μικρόφωνα πάνω μου. Τι να έλεγα εκείνη τη στιγμή;» Ταυτόχρονα, για όποιον ανακαλεί στη μνήμη τα του σπουδαίου ραντεβού της Γκουντούρα και του αδιαμφισβήτητα άδικου αποκλεισμού της από τη συνέχεια, ο προπονητής της, ο Θανάσης Δελενίκας, φώναζε για «ντροπή». Και πρόσθετε εκφράσεις με πύρινα λόγια για την αδικία εις βάρος της αθλήτριάς του. «Είμαστε μια ομάδα με τον Θανάση. Από τα 12 χρόνια μου προπονούμαι μαζί του. Εξελίσσομαι και εξελίσσεται. Μια γροθιά. Ακόμη και όταν διάφοροι δήθεν ειδικοί μου λένε πως δεν μπορώ μαζί του να πάω παρακάτω, δεν τους ακούω. Αυτός μου συμπαραστέκεται, καλά έκανε και τα είπε εκείνη την ώρα. Ολοι έχουν τον ρόλο τους. Εμένα δεν μου συμπαραστάθηκε κανένας άλλος και δεν εννοώ την ελληνική αποστολή που έκανε ένσταση, άσχετα αν ξέραμε πως δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα. Εννοώ τον δεύτερο διαιτητή. Κάλεσε τον πρώτο να ξαναδεί τη φάση, αλλά δεν τον άκουσαν. Υπήρχε διχογνωμία» εξηγεί και ο τόνος στη φωνή ελαφρώς υψώνεται χωρίς όμως να χάνει την αυτοκυριαρχία της που μοιάζει παροιμιώδης.
«Υπάρχουν αδικίες στη ζωή;» η επόμενη ερώτηση. «Εσύ τι λες; Δεν το βλέπεις καθημερινά; Υπάρχει μήπως αξιοκρατία; Στην Ελλάδα ειδικά, δεν το βλέπω πουθενά αυτό. Οι αδικίες είναι παντού». Μονομιάς επιστρέφει στα «μετά» τον αγώνα: «Οι φωνές για την αδικία σε ό,τι αφορά τους αθλητές είναι για τους μέτριους και τους αδύναμους. Εκανα τον αγώνα μου, προπονούμαι καθημερινά, νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Σε όλα τα αθλήματα όπου υπάρχει ανθρώπινος παράγοντας μπορείς να αδικηθείς. Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο πόλο. Παντού. Δεν υπάρχει το χρονόμετρο, για παράδειγμα, να σε δικαιώσει. Δεν λέω πως σίγουρα το έκανε ο διαιτητής εσκεμμένα. Δεν ξέρεις τι συνέβη».
Γυρίζω σελίδα και φτάνουμε στην επιστροφή στο Ολυμπιακό Χωριό: «Ηταν κάτι ξεχωριστό. Τα κορίτσια του πόλο βγήκαν να με υποδεχθούν και τους έλεγα “μην το κάνετε αυτό” γιατί ήξερα πως είχαν συγκινηθεί. Οι περισσότερες δάκρυσαν. Η Νικόλ, η Ελευθερία Πλευρίτου, ποια να θυμηθώ ακόμη. Αξέχαστη εμπειρία. Να σου πω, όμως… Εφυγα αμέσως. Δεν μπορούσα να δω τη συνέχεια του αγωνίσματός μου. Και την επομένη αναχώρησα από τη Γαλλία και άλλωστε λόγω των περιορισμών στον τομέα των διαπιστεύσεων δεν γινόταν να έμενα έως το τέλος της διοργάνωσης».
Η Γκουντούρα έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει κάνει μεταπτυχιακό με αντικείμενο «κοινωνική λειτουργός». Τεκμηριώνει όσα υποστηρίζει. Γνωρίζει τα συν και τα πλην στον ερασιτεχνικό αθλητισμό. Πως δεν πέφτουν πάντα τα φώτα πάνω σε αθλητές που μάχονται συχνά πυκνά κάτω από αντίξοες συνθήκες. «Κάποιοι ίσως έχουν χαμηλές απαιτήσεις από τους αθλητές όταν τους ακούνε να μιλάνε. Ισως πάλι σκέφτονται τους ποδοσφαιριστές. Δεν θα πω ότι είναι κακό, αλλά όταν στα 15 του χρόνια ένας παίκτης υπογράφει συμβόλαιο με πολλά χρήματα, μετά δεν πρέπει να το υποστηρίξει, να προπονηθεί, να βελτιωθεί; Πώς θα βρει το κίνητρο να σπουδάσει; Θα του το πεις;» Αυτονόητη, εδώ, η απάντηση. Εχει δίκιο. «Μπορεί πάλι να είναι θέμα αθλήματος. Στο μπάσκετ μοιάζει διαφορετικό το επίπεδο των πρωταγωνιστών».
«Εμεινα για πάντα»
Στοχασμοί και ίσως φιλοσοφικές αναζητήσεις κάτω από τα δέντρα της αυλής της «Δούκισσας»… Η απορία μου σχετίζεται με τον λόγο που επέλεξε την ξιφασκία, ένα, όπως και να το δει κάποιος, όχι τόσο δημοφιλές ή διαδεδομένο άθλημα. Απαντά έτοιμη να… βγάλει ξίφος για το ορθό της επιλογής της! «Ημουν δραστήρια από παιδί. Με τον αθλητισμό θα ασχολούμουν. Με πήγαν καράτε, τένις, έκανα και κολύμπι αλλά εκεί ήμουν… κρυουλιάρα στην πισίνα. Δεν κόλλησα πουθενά. Κάποτε στο Αλσος της Νέας Φιλαδέλφειας γίνονταν επιδείξεις και παρουσιάζονταν αθλήματα όπως η ξιφασκία και το μπάντμιντον. Δοκίμασα. Μου άρεσε η ξιφασκία. Πώς να σου το πω. Περνούσα καλά. Αυτό ήταν. Εμεινα για πάντα».
Αν κάποιος πει ότι γνωρίζει τα μυστικά της σπάθης, ψεύδεται… «Θέλει τεχνική αλλά και τακτική. Να λαμβάνεις γρήγορα αποφάσεις στον αγώνα. Να είσαι γρήγορος σε σκέψη και αντιδράσεις» εξηγεί. Τη βλέπεις να καμαρώνει, με συστολή ασφαλώς, γνωρίζοντας πως μαζί με τη Δέσποινα Γεωργιάδου, την έτερη ελληνίδα ξιφομάχο, είναι ένα δίδυμο υπέροχο στο άθλημα. «Εχουμε πολύ καλές σχέσεις. Ξέρεις τι είναι μια χώρα όπως η Ελλάδα να έχει δύο αθλήτριες στις πέντε κορυφαίες του κόσμου; Αν σταματήσουμε εμείς νομίζεις ότι θα υπάρχει εξέλιξη ή προγραμματισμός για το μετά; Είναι σπουδαίο το επίτευγμά μας». Κι όμως, η Γεωργιάδου δεν πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες γιατί μόνο μία αθλήτρια από κάθε χώρα μπορεί να δίνει το «παρών». «Δεν είναι άδικο; Η πρόκριση είναι κάτι το πολύ δύσκολο. Στα παγκόσμια πρωταθλήματα μετέχουν και δύο αθλητές από κάθε χώρα. Μπορούσε, ίσως, να δοθεί wild card στη Δέσποινα».
«Ο καλύτερος φαίνεται»
Τη ρωτώ, έτσι για λίγη ίντριγκα, αν χωρούν φιλίες και ζεστές σχέσεις ανάμεσα σε δύο άτομα, αθλητές ή μη, που ανταγωνίζονται για την κορυφή. «Γιατί όχι; Αλλωστε, με όλα τα κορίτσια που είναι πάνω κάτω στην ίδια ηλικία ή σε αυτή τη γενιά, μεγαλώσαμε μαζί. Βρισκόμαστε στους διεθνείς αγώνες. Και το ποιος θεωρείται καλύτερος αθλητής φαίνεται στις αναμετρήσεις και τα αποτελέσματα». Μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει πιο σαφής η Δώρα. Η επόμενη ημέρα, γιατί προφανώς είναι φρέσκο πρόσωπο, περιλαμβάνει προτάσεις για συνεντεύξεις και δημοσιότητα. Δεν είναι πως αποφεύγει όλο αυτό το πακέτο, μοιάζει όμως ελαφρώς επιφυλακτική. «Πολλές φορές ρωτούν διάφορα. Για μπούλινγκ, σεξουαλική κακοποίηση, τέτοια. Αν δεν υπάρχει, γιατί να το πω; Σε τι μπορεί επίσης να έχουν ενδιαφέρον τα προσωπικά μου;»
Μια στροφή στο πώς σκέφτεται, δείχνει απαραίτητη, ενώ το πιάτο με το υπέροχο γλυκό αληθινά μας αιφνιδιάζει έτσι όπως… προσγειώνεται στο τραπέζι: «Δεν θέλω να δαπανώ ενέργεια για ανθρώπους που με αδικούν. Για τους διαιτητές ή κάποιους άλλους. Αυτό δεν έχει ουσία για μένα». Δεν αποκλείεται να είχε κατά νου όταν εξωτερίκευε τα συγκεκριμένα πιστεύω της, όχι αποκλειστικά τους διαιτητές που εν πολλοίς της είπαν «όχι» στο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και άλλα περιστατικά που σχετίζονται με την αθλητική της διαδρομή. Το αφήσαμε. Αλλά δεν υπάρχουν μυστικά στον χώρο…Τώρα εκπροσωπεί τον Αρίστωνα Παιανίας, ομάδα που καυχιέται που έχει στις τάξεις του μια αθλήτρια παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως είναι η Δώρα Γκουντούρα.
Κοιτάζω το ρολόι. «Εγώ έχω άπλετο χρόνο» λέει, απαλλαγμένη από τις σκέψεις και τους αγώνες που συμπιέζουν την καθημερινότητά της όταν βρίσκεται σε φουλ ρυθμούς. Εγώ πάλι όχι. Ο υπεύθυνος του εστιατορίου χαιρετά τη Δώρα και της λέει πόσο τον ενθουσίασε η παρουσία της στους Ολυμπιακούς. Δεν είναι ο μόνος. Ασφαλώς ούτε ο τελευταίος. Η ξιφομάχος έχει πολλά να μας… πει. Το έβλεπες στα μάτια της όταν ευχηθήκαμε και οι δύο «τα καλύτερα για το μέλλον».