Πόσο διαρκεί ένα δείπνο έξω; Οσο χρειάζονται οι συνδαιτυμόνες για να πιούν, να φάνε και να χορτάσει ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Αμ δε! Στα καλά εστιατόρια ισχύουν πλέον τα «time slots». Ελληνιστί ωρολογιακές ζώνες. Οταν τηλεφωνείς ή μπαίνεις στο Διαδίκτυο για να κλείσεις τραπέζι – έτσι και εμφανιστείς απροειδοποίητα, πολύ χλωμό να βρουν κάπου να σε στριμώξουν –, μαθαίνεις ότι η παρουσία σου εκεί δεν επιτρέπεται να υπερβεί τις δυόμισι ώρες. Επτά με εννιάμισι. Ή από τις εννιάμισι μέχρι τα μεσάνυχτα. Σε ενημερώνουν έπειτα πως για να γίνει η κράτηση, πρέπει να προπληρώσεις μέσω κάρτας την ελάχιστη κατανάλωση, που πιθανόν να υπερβαίνει και τα εκατό ευρώ το κεφάλι.

«Πάτε καλά; Δεν μαγειρεύουμε στο σπίτι; Δεν ντερλικώνουμε στη ψησταριά;». «Μία φορά παίρνει η ανιψιά σου το διδακτορικό της, με μπριζολίκια και με μπίρες θα τη βγάλουμε; Ετσι εξάλλου είναι οργανωμένη η εστίαση και στο εξωτερικό…».

Κάνεις μια γκριμάτσα μεταξύ ειρωνείας και αγανάκτησης – σαν τον υπέροχο κωμικό Διονύση Παπαγιαννόπουλο, ο οποίος ειδικευόταν σε ρόλους γκρινιάρη θείου. Κι έπειτα, ταχύτερα από ό,τι νόμιζες, συμφιλιώνεσαι με τα καινούργια ήθη. «Και γιατί να κάτσουμε παραπάνω από δυόμισι ώρες; Ποτηράκι – ποτηράκι θα μεθύσουμε, άσε που θα ιδρώσουν οι πισινοί μας! Οσο για το “λεφτά μπροστά”, πάρα πολλές υπηρεσίες εξοφλούνται προτού παρασχεθούν. Από τα δημόσια θεάματα έως τις συνευρέσεις με θεραπαινίδες της Αφροδίτης, που εσχάτως τις ονομάζουν σεξεργάτριες. Πρέπει να ξέρει ο εστιάτορας πως δεν θα τον στήσεις. Ή ότι αν τον στήσεις, θα στενάξει η τσέπη σου…».

Το να προγραμματίζεις ένα δείπνο μια εβδομάδα πριν έχει τη γλύκα του. Ιδίως άμα βρίσκεσαι σε διακοπές και περιφέρεσαι χύμα στο κύμα, από παρέα σε παρέα, με το μαγιό και την ξεχειλωμένη σου φανέλα, και χορταίνεις με μεζέδες. Τη συγκεκριμένη μέρα θα μαζευτείς από τη θάλασσα νωρίς. Θα λουτροκοπανιστείς, θα ξυριστείς κόντρα, θα φορέσεις λινό παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Θα διαχειριστείς το στομάχι σου – δεν πρέπει το βραδάκι να ψωμολυσσάς διότι θα χλαπακιάσεις τα εδέσματα δίχως να τα απολαύσεις. Ούτε βεβαίως και να είσαι χορτάτος. Θα περπατήσεις από το γιατάκι σου ως το εστιατόριο. Εχεις ντυθεί σαν τον γαμπρό. Ή σαν τον υποψήφιο βουλευτή. «Αμα σου έρθει να κάνεις πρόποση, να πλέξεις το εγκώμιο της ανιψούλας, συγκρατήσου κύριε Φλυαρίδη!» προειδοποιείς τον εαυτό σου.

Ποια πρόποση; Ποιος εδώ μέσα επιτρέπεται να αρθρώσει παραπάνω από τρεις φράσεις χωρίς διακοπή; Προσκυνητές έχουμε έρθει στον ναό της γεύσης. Κι εκείνοι που μας υποδέχονται δεν είναι σερβιτόροι αλλά ιερείς. «Απαγορεύεται να φωτογραφίζετε τα πιάτα!» μας ενημερώνουν. Εάν μας ζητούσαν να παραδώσουμε τα κινητά μας, σίγουρα θα υπακούαμε. Ταπεινά, όπως κρεμόμαστε από τα χείλη του σομελιέ ενώ μας εξηγεί πώς παντρεύει το ατίθασο αφρόψαρο σαφρίδι με αψύ σαντορινιό κρασί. Οπως παρακολουθούμε τη διάλεξη για τα ελληνικά τυριά από τον καιρό του Ομήρου. Σας μαθαίνουμε ότι ο άρτος εφευρέθηκε στην αρχαία Αίγυπτο κι εκπαιδευόμαστε να τον βουτάμε στο ελαιόλαδο για πέντε μετρημένα δευτερόλεπτα και να τον κάνουμε «βλωμό» στο στόμα μας προτού τον καταπιούμε.

Στο επιδόρπιο εμφανίζεται ο αρχιερέας. Ο σεφ. Με μπλε καζάκα, τα παράσημά του – αστέρια Μισελέν και Χρυσοί Σκούφοι – στο πέτο. Ευγενικός μα και βαρύς συνάμα, δέχεται με μισό χαμόγελο τις ευχαριστίες μας που κοινωνήσαμε την τέχνη του. «Κανένα σχόλιο;» ρωτάει. Πρόκειται για παγίδα. Ετσι και του ομολογούσαμε πως δεν χορτάσαμε, θα μπαίναμε στη μαύρη λίστα της υψηλής κουζίνας. Ισως και ισοβίως.

«Εμπειρία!» λέμε ο ένας στον άλλον φεύγοντας, με το μενού που μας έδωσαν για ενθύμιο ανά χείρας για να μην τσαλακωθεί. «Το φαγητό πώς σας φάνηκε;» γίνομαι ασεβέστατος. «Εντάξει!» εκρήγνυται η ξαδέλφη μου. «Θα στο κάνουμε το χατίρι! Αύριο θα φάμε σε ταβέρνα»!