Υπάρχει ένα είδος ιστορίας που δεν γράφεται, αλλά μιλιέται. Το αποτύπωμα του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική πολιτική ζωή κρίνεται και θα κριθεί από τους επιστήμονες που ψάχνουν στα αρχεία και τα στοιχεία, τα τοποθετούν το ένα πλάι στο άλλο, εξηγούν τι έγινε και γιατί. Η επίδρασή του όμως στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, που μεγάλωνε μαζί του και φέτος κλείνει κι αυτή τα πενήντα, μοιάζει με μύθο που ενσωματώθηκε πια στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Οι λεπτομέρειες της τρομερής ανόδου, της απότομης πτώσης και της προσπάθειας επαναφοράς του είναι γνωστές και σε όσους γεννήθηκαν πολλά χρόνια μετά την υπογραφή της Ιδρυτικής Διακήρυξης ή της πρώτης νίκης του 1981. Είναι γνωστές σε όσους δεν πρόλαβαν τη δεκαετία του ’80 και τα ζιβάγκο του Ανδρέα, όμως η πρώτη εικόνα πρωθυπουργού που θυμούνται είναι αυτή του Κώστα Σημίτη. Είναι γνωστές σε όσους ορκίζονται ακόμα στις ακτίνες του πράσινου ήλιου και φωνάζουν, σαν αστείο αλλά και σαν ευχή, «ΠΑΣΟΚ σώσε μας» και σε όσους λατρεύουν να το μισούν – καταλογίζοντας σχεδόν υποσυνείδητα όλα όσα πήγαν στραβά και στη δική τους ζωή, στα αναπάντεχα που έφεραν και φέρνουν ακόμα οι παράλληλες κρίσεις. Τόσο αδιάρρηκτα μπλεγμένο υπήρξε το ΠΑΣΟΚ με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας: έγινε εκφραστής της απαίτησης για ένα νέο ξεκίνημα λίγα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, έγινε φορέας εκσυγχρονισμού που οδήγησε την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή εξωστρέφεια και, όταν χρειάστηκε, έγινε αποδιοπομπαίος τράγος για όσα λάθη έκανε και όσα δεν έκανε, όλα τα χρόνια που βρέθηκε στη διακυβέρνηση της χώρας.
Το μυστικό της επιτυχίας
Ποιο είναι το συστατικό στοιχείο που έκανε το ΠΑΣΟΚ τόσο ξεχωριστό; Η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, λένε πολλά στελέχη του κόμματος, έλαμψε, γιατί κατάφερε όχι απλώς να αντιληφθεί τις απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά να βρει τρόπο να θεωρηθεί ο βασικός εκφραστής τους. Αλλοι εκτιμούν πως η παρουσία του βοήθησε στην εδραίωση και την εμβάθυνση της νεότευκτης δημοκρατίας, γιατί διαμόρφωσε την αρχιτεκτονική του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος: ο (μέχρι τότε) κυρίαρχος συντηρητικός πόλος απέκτησε ισοδύναμο αντίπαλο δέος, άρα το πολίτευμα κέρδισε ένα επιπλέον σύστημα ελέγχου. Η κινητικότητα που έφεραν οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ έδινε την αίσθηση πως κανείς δεν υπερτερεί από τον άλλο λόγω οικονομικής επιφάνειας ή καταγωγής – ο καθένας, απ’ όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν ερχόταν, όσο φτωχή κι αν ήταν η οικογένειά του, ό,τι κι αν ψήφιζαν οι γονείς του, μπορούσε να γίνει ό,τι ακριβώς είχε ονειρευτεί. Η ελπίδα πως επιτέλους μπαίνει τελεία στους παλιούς διχασμούς, η συνειδητοποίηση της νέας γενιάς της εποχής πως έχει την ελευθερία να αναλάβει τα ηνία της χώρας της, το διεθνές ρεύμα, η συγκυρία, τα λάθη της Αριστεράς και οι αγκυλώσεις της ΝΔ επέτρεψαν στο ΠΑΣΟΚ να βγάλει βαθιές ρίζες, αγγίζοντας πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, ακόμα κι αν είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα. Περισσότερο απ’ όλα, η ικανότητά του να εξελίσσεται μαζί με εκείνους που θέλησε να εκφράσει, να αλλάζει μορφή και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της κάθε εποχής: μπορεί κανείς να φανταστεί ποια θα ήταν η συνέχεια, αν εκείνο το μυθιστορηματικό καλοκαίρι του 1996, ο Ανδρέας πέθαινε λίγες μέρες αργότερα ή αν ο Ακης είχε κερδίσει το συνέδριο;
Το πάρτι του ’80
Πολιτικοί που έγιναν γνωστοί με το μικρό τους, πολιτική με δόσεις σκανδάλων και ρομάντζων, νεύματα, θυρωροί και γαρίφαλα στα κέντρα διασκεδάσεως – ακόμα και τα εσωκομματικά έμοιαζαν με πολιτικό θρίλερ: αμφισβητίες, γεύματα, χαρτάκια, διαγραφές, Ζάππεια, ξαφνικές απώλειες και πάντα, σε πρώτο πλάνο, ένα δίλημμα ζωής και θανάτου για την επόμενη ημέρα. Ο μύθος του ΠΑΣΟΚ δεν αρχίζει και τελειώνει στην προοπτική της εξουσίας, αλλά εκτείνεται στον τρόπο ζωής, στη μόδα των μουστακιών και των ζιβάγκο, στην απενοχοποίηση της λαϊκής κουλτούρας και την αποθέωση του κιτς – ακόμα και όταν το κόμμα «δεν άρεσε πλέον», η αισθητική που έφερε είχε έρθει για να μείνει. Το πάρτι της δεκαετίας του ’80 μπορεί να χαμήλωσε τη μουσική λίγο προτού φτάσει το «Βρώμικο ’89», όμως αυτό δεν σημαίνει πως το ΠΑΣΟΚ δεν έδωσε το «παρών» στα πράσινα καφενεία, στην υποδοχή του αεροπλάνου από το Χέρφιλντ, απέναντι στα γουνάκια του Ειδικού Δικαστηρίου, στο Κανάλι 29 – κομμάτι-κομμάτι, σηκώθηκε από τις στάχτες του, αποκαθιστώντας με την επάνοδό του στην εξουσία όσα κινδύνευε να χάσει. Ξαναφτιάχνοντας την κληρονομιά του, ώστε να περάσει στην επόμενη φάση.
Από τον εκσυγχρονισμό έως το Καστελλόριζο
Στην εκσυγχρονιστική του περίοδο το ΠΑΣΟΚ «σοβαρεύτηκε»: κυβέρνησε με τεχνοκρατική μαεστρία, έκοψε κορδέλες μεγάλων έργων, κέρδισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, εξασφάλισε την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας και την είσοδό της στο ευρώ. Το ελάττωμα που έκανε την εμφάνισή του ήδη από τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής δεν κατάφερε να το σβήσει: έκρυψε κάτω από το χαλί την αλαζονεία των πασοκικών στελεχών που είχαν κατακλύσει κάθε δομή λειτουργίας του Δημοσίου, από τα υπουργικά γραφεία έως τα ΚΕΠ, και πίστεψαν πως κανείς ποτέ δεν θα τους αγγίξει ακόμα και αν παρανομούσαν. Αυτή η αίσθηση συμφωνιών κάτω από το τραπέζι, οι ψίθυροι περί διαπλοκής και αδιαφάνειας, η διαχρονική πασοκική ασυλία πληρώθηκαν αυστηρά στο ταμείο – στην ήττα του κόμματος το 2004, παρά την ανάδειξη του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία με ψήφους 1 εκατομμυρίου ψηφοφόρων του κόμματος. Το σύνθημα του Παπανδρέου για διαύγεια στο κράτος λειτούργησε το 2009, όπως και η υπόσχεση πως «λεφτά υπάρχουν» αν δεν τα σπαταλάμε. Στο φόντο του Καστελλόριζου, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ πήρε την απόφαση να μην είναι πια αρεστό, να διαχειριστεί τη λιτότητα όπως δεν ξαναέκανε ποτέ στο παρελθόν. Αυτή η απόφαση δεν του συγχωρέθηκε – και όποια απόφαση λήφθηκε έκτοτε στην ίδια κατεύθυνση από τον Παπανδρέου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, είτε ήταν μονόδρομος είτε όχι (αυτό το κρίνει η άλλη ιστορία, η γραπτή), λειτουργούσε επιβαρυντικά. Το 2012, όταν για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην τρίτη θέση, η ελληνική κοινωνία είχε μεταλλαχθεί. Το 2015, με το ΠΑΣΟΚ λίγο πάνω από το 4%, κάποιος άλλος διεκδικούσε τον ρόλο που έπαιξε για τα επόμενα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Το όνειρο της επανόδου
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια; Για κάποια χρόνια, το ΠΑΣΟΚ απασχολούσε περισσότερο με την τοξικότητα των εσωτερικών διαμαχών παρά με την πολιτική του παρουσία – στελέχη της νεότερης γενιάς βρήκαν σπίτι στους αντιπάλους του, εκ δεξιών και εξ αριστερών, αρνούμενοι να μείνουν στην αφάνεια στα πιο παραγωγικά τους χρόνια. Η παρουσία της Φώφης Γεννηματά στο τιμόνι του ΠΑΣΟΚ σφράγισε την προσπάθεια επαναφοράς του με σύγκλιση των ευρύτερων δυνάμεων – το Κίνημα Αλλαγής έγινε κουκούλι προστασίας ενός καταχρεωμένου κόμματος, θύματος της ίδιας του της επιτυχίας και της επιλογής του να πετάξει πολύ κοντά στον ήλιο. Η ίδια άφησε παρακαταθήκη το όνειρο της επανόδου – πάνω στο οποίο εργάστηκε και ο Νίκος Ανδρουλάκης και αποτελεί το διακύβευμα στις εσωκομματικές εκλογές της 6ης Οκτωβρίου. Και χρόνο με τον χρόνο, το ΠΑΣΟΚ έχει ακόμα μια ευκαιρία – ίσως τελευταία: τα μπλουζάκια με τον Ανδρέα, οι ατάκες που έγιναν ποπ, ο ψύχραιμος απολογισμός, η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και τα χρόνια μακριά από κυβερνητικούς θώκους μαλάκωσαν τον θυμό, επανέφεραν τον μύθο. Μένει να φανεί αν μπορούν να επαναφέρουν και το κόμμα, αν υπάρχει κάποιος τρόπος το ΠΑΣΟΚ να συνεχίσει να εξελίσσεται μαζί με τη χώρα που διαμόρφωσε τόσο καθοριστικά.
Εχεις όραμα; Αν ναι, αγγίζει αυτό που είχε ο Ανδρέας; Εχεις σχέδιο, όπως ο Σημίτης, ή το μπλοκάκι σου είναι μόνο επικοινωνία; Βλέπεις μπροστά από την εποχή σου, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου; Αντέχεις στα δύσκολα όπως ο Βενιζέλος; Μπορείς να πιστέψεις σε κάτι με πάθος όταν όλοι θεωρούν πως έχει τελειώσει, όπως η Φώφη; Πίσω από τον μύθο, υπάρχει πάντα η πραγματικότητα: ακολουθώντας τη διαδρομή του ΠΑΣΟΚ για πενήντα χρόνια, πίσω του βρίσκονται πάντα οι άνθρωποί του. Εκείνοι που το ψήφιζαν για χρόνια και, αν και σταμάτησαν, το χαζεύουν από καιρό σε καιρό για να δουν σε τι φάση βρίσκεται, εκείνοι που δηλώνουν παρόντες κάθε φορά που τους καλεί σε δράση, αλλά και τα στελέχη που ξόδεψαν, για καλό και για κακό, τη ζωή τους μέσα και έξω από τη Χαριλάου Τρικούπη, είτε το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση είτε αγκομαχούσε στο όριο της εισόδου στη Βουλή. Αυτοί θα αποφασίσουν αν υπάρχει συνέχεια. Οι υπόλοιποι απλώς θα μιλάμε γι’ αυτήν.